Μια φορά τον παλαιόν καιρό
στα Παλιόκαστρα της Πάφου, ήταν ένα βοσκόπουλο που μια μέρα αποφάσισε να βοσκήσει
τα πρόβατα του λίγο μακρύτερα απ ότι συνήθως. Έφτασε ως τον Καπυρό, ένα πλούσιο
από βλάστηση κάμπο στο χωριό της Χλώρακας. Ήταν μια όμορφη περιοχή με ψηλά δένδρα
και πλούσια βοσκή, αλλά και τρεξιμιό νερό που πήγαζε από τη γη σχηματίζοντας
ένα μικρό ποταμάκι. Το ποταμάκι πριν συνεχίσει το δρόμο του για την θάλασσα
σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα που ξεχείλιζε, και το νερό ύστερα συνέχιζε το
δρόμο του.
Τα πρόβατα απλώθηκαν και
έβοσκαν ήσυχα, γι αυτό το βοσκόπουλο ξάπλωσε κάτω από τον πυκνό ίσκιο των ψηλών
δέντρων χωρίς να έχει όρεξη να φύγει. Όταν είρθε το δείλη, σκέφτηκε να
διανυχτερέψει εκεί, ώστε το κοπάδι του να βοσκήσει και την άλλη μέρα το πλούσιο
χορτάρι, και αυτός να απολαύσει περισσότερο την δροσιά του καιρού και την
ομορφιά του τοπίου. Κοίταξε στη βούρκα του, και διαπιστώνοντας πως είχε τροφή
και για την επόμενη μέρα, αποφάσισε να κάμει αυτό που σκέφτηκε.
Όταν τα πρόβατα σιγά με το
βραδύς ηρέμισαν, έγειρε και ο ίδιος πάνω σ ένα γουνάρι φύλλα και αποκοιμήθηκε
με το τραγούδι των γρυλλίδων σαν νανούρισμα. Το τραγούδι των γρύλλων ήξερε πως
είναι οιωνός για καλοτυχία και ευημερία, γι αυτό καθώς πίστευε στους
οιωνούς, ακούγοντας τους ευχαριστημένος παραδόθηκε στον Μορφέα.
Ξαφνικά κοντά στα μεσάνυχτα
τον γλυκό του ύπνο διέκοψαν φωνές, γέλια και τραγούδια. Ανασηκώθηκε λίγο
και στο φεγγαρόφωτο που έριχνε τις αχτίνες του μέσα από τα πλατιά φύλλα των
ευκαλύπτων, είδε κοπέλες όμορφες να χαριεντίζονται και να παίζουν μέσα στα νερά
της λίμνης. Έκθαμβος τις παρακολουθούσε να λούζονται και να χτενίζονται, και
σκεφτόταν αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικότητα, ή αποτέλεσμα του τραγουδιού των
γρύλλων που τον επηρέασαν.
Όμως ναι, όσα έβλεπε ήταν
αληθινά. Ήταν πραγματικές νεράιδες των νερών, που συνήθιζαν μετά τα μεσάνυχτα
να βγαίνουν στις δροσερές πηγές να λούζονται υπό τη σκεπή των αστεριών.
Σηκώθηκε ανάλαφρα χωρίς
φασαρία, και σίμωσε κοντά τους. Κρυμμένος πίσω από ένα κομό δένδρου, τις είδε
όλες πανέμορφες να στροβιλίζονται με χάρη, και η μελωδική τους φωνή σαν γλυκό
βάλσαμο κατέκλυζε το είναι του και εύφραινε την καρδιά του.
Και ανάμεσα σε όλες,
ξεχώρισε μια με κατάμαυρα μαλλιά που χόρευε καλύτερα και ήταν ομορφότερη από
τις άλλες.
Απέμεινε να τις κοιτάζει
ώρα πολλή, και λίγο πριν το ξημέρωμα να φεύγουν και να χάνονται στον πρωινό
ορίζοντα, ενώ στα αφτιά του έμεινε ο γλυκός απόηχος από τα κρυστάλλινα γέλια
τους και τα χαρούμενα τραγούδια τους.
Από εκείνο τον καιρό η
όμορφη νεράιδα έμεινε στη σκέψη του και δεν μπορούσε να την βγάλει. Την αγάπησε
με πάθος, και μαράζωνε και ήταν πολύ δυστυχισμένος που δεν μπορούσε να την έχει
δικιά του. Συνεχώς την σκαφτόταν, και η καρδιά του πονούσε από τον παράφορο
έρωτα που φώλιασε μέσα της. Άλλη σκέψη και έγνοια δεν είχε, κατάλαβε πως αν δεν
έκανε κάτι να την αποκτήσει, θα τρελαινόταν.
Γι αυτό σκέφτηκε να ρωτήσει
άλλους ανθρώπους μήπως ήξεραν, να τον συμβουλεύσουν. Αποφάσισε να συμβουλευτεί
τους γεροντότερους, και ένας από αυτούς του είπε ότι μαγεύτηκε από την ανεράδα
και μόνη ελπίδα να ξεματιαστεί, ήταν να την στεφανωθεί. Αλλά αυτό οπωσδήποτε ήταν
αδύνατο, γιατί οι ανεράδες ήταν άπιαστες μάγισσες και πως για να χάσουν τα
μάγια τους θα έπρεπε πρώτα να αιχμαλωτιστούν και να εκτεθούν άπλετα στο φως της
ημέρας και να λουστούν στις ακτίνες του ήλιου.
Έκατσε το βοσκόπουλο και
σκέφτηκε καλά τι να κάμει, και αποφάσισε να παραμονέψει και να αιχμαλωτίσει την
αγαπημένη του. Ήξερε πως ήταν δύσκολο, και πως χρειαζόταν πονηριά.
Έκαμε λοιπόν τα σχέδια του,
και τα έβαλε σε εφαρμογή. Παραμόνεψε πολλές νύχτες κρυμμένος δίπλα στη μικρή
λίμνη, και οπλισμένος με υπομονή από την πολλή αγάπη που είχε μέσα του, άντεξε
αγόγγυστα το πολυήμερο καρτέρι που έστησε.
Πέρασαν μέρες και οι
νεράιδες δεν φαίνονταν. Σκέφτηκε ότι θα βρήκαν άλλες λίμνες ομορφότερες, αλλά
ήταν σίγουρος, κάποτε θα τις βαριόντουσαν και θα επέστρεφαν πίσω.
Πέρασαν κι άλλες μέρες, και
ένα βράδυ κοντά στα μεσάνυχτα, άκουσε τα γέλια πάλαι να γεμίζουν με
όμορφους μουσικούς ήχους τη φεγγαρόλουστη νύχτα. Ήξερε ότι η προσμονή του
τέλειωσε, εκείνη τη νύχτα θα την έκανε δική του.
Όταν οι νεράιδες μέσα στη
λίμνη άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν, μόλις η αγαπημένη του στάθηκε σε
ένα συγκεκριμένο σημείο, τράβηξε το δίχτυ που είχε στήσει πάνω στα κλαριά του
ευκαλύπτου που απλώνονταν πάνω από τη λίμνη, και αιχμαλώτισε την καλή του. Σαν
το ψάρι σπαρταρούσε η καημένη, και φώναζε βοήθεια. Μα το βοσκόπουλο
αποφασισμένο, φανερώθηκε και φωνάζοντας δυνατά, φόβισε τις άλλες νεράιδες που
έφυγαν μακριά χωρίς να μείνουν να την βοηθήσουν
Έμεινε να την κοιτάζει στο
σπαρτάρισμα και στο φόβο της και να τη λυπάται, όμως με σφιγμένη την καρδιά
περίμενε μέχρι που ο Ήλιος ανέτειλε και οι αχτίνες του έλουσαν την μάγισσα
νεράιδα.
Και αμέσως αυτή ημέρεψε,
έχασε τα μάγια της και έμεινε μια απλή κοπέλα χωρίς μαγικές ιδιότητες.
Χαρούμενο το βοσκόπουλο
έσκυψε και την απελευθέρωσε, την αγκάλιασε και της είπε να μην φοβάται γιατί
αυτός θα την προστατεύσει.
Την πήρε μαζί του και την
παντρεύτηκε. Από εκείνο τον καιρό, όλα του πήγαν δεξιά, γιατί καθώς φαίνεται η
μαγική αύρα που περιέβαλλε την καλή του σύζυγο, δεν την εγκατέλειψε. Απέκτησε
πλούτη και περιουσία, και έγινε άρχοντας. Και η ευτυχία του συμπληρώθηκε καθώς
απόκτησε με την καλή του και μια όμορφη κόρη που την ονόμασαν Μαργαρινή.
Και ο καιρός περνούσε, και
ο κάθε χρόνος ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο. Το βοσκόπουλο έγινε μεγάλος βοσκός,
απέκτησε πολλά πρόβατα και κτήματα και χρήματα, και είχε μεγάλη ευτυχία έχοντας
δίπλα του τις δυο αγαπημένες του. Και μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, σκέφτηκε πως θα
ήταν καλά να αγοράσει τον κάμπο στον Καπυρό, ώστε να προσφέρει λίγη χαρά στην
αγαπημένη του σύζυγο, που από τον καιρό που την παντρεύτηκε έμεινε μελαγχολική
και αγέλαστη. Σκέφτηκε πως αν μετακόμιζαν εκεί στους γνώριμους τόπους, θα ξαναέβρισκε
τη χαρά της.
Αυτό έκαμε
λοιπόν, αλλά αντί ο παλιός γνώριμος τόπος να αρέσει στη σύζυγο του, άρεσε
στην κόρη του την Μαργαρινή, και όπως κάτι βαθύ να την συνέδεε μαζί του,
καθημερινά έκανε τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από
τον βαθύ ίσκιο των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να
έβγαιναν οι ανεράδες να την έπαιρναν μαζί τους.
Ώσπου κάποια μέρα κοντά στα
μεσάνυχτα τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη.