Από μικρός ο Βασίλης ζούσε ευτυχισμένος και χαρούμενος γιατί
ένιωθε πως η θάλασσα που γλυκά φιλούσε τις ακρογιαλιές της Χλώρακας, το ίδιο
γλυκά αγκάλιαζε και τον ίδιο όταν μικρό παιδί κολυμπούσε στα γαλανά νερά της, ή
όταν το απαλό θαλασσινό αγέρι του ξένιζε τα μαλλιά σαν με δύναμη τραβούσε τα
κουπιά της μικρής του βάρκας.
Ο πατέρας του ήταν ένας σπουδαίος ναυτικός και ήξερε τη
θάλασσα απ έξω και ανακατωτά, και την αγαπούσε υπερβολικά. Είχε ένα μεγάλο
πάθος γι αυτήν που του γέμιζε την καρδιά και του κατέκλυζε το είναι στο μέγιστο
βαθμό, ώστε ως φυσικό αποτέλεσμα, τo κληροδότησε στο γιο του Ανδρέα, ένα
σκληροτράχηλο αγόρι που καθώς από τα γεννοφάσκια του ξημεροβραδιαζόταν μαζί του
στη θάλασσα, έγινε κι αυτός σπουδαίος θαλασσινός. Είχε πολύ μεγάλο μεράκι ίδιο
με του γονιού του, γι αυτό οι άλλοι κάτοικοι στο χωριό αντί να τον φωνάζουν με
το δικό του όνομα, τον ονομάτισαν όπως τον πατέρα του, δηλαδή Βασίλη. Κανείς
δεν τον έλεγε με τ αληθινό του, αλλά και αυτός με χαρά αποδέχτηκε να τον καλούν
Βασίλη.
Κάθε μέρα ξημερώματα ακολουθούσε τον πατέρα του και μαζί
ψάρευαν, και μαζί έκαναν τις θαλασσινές εργασίες. Όταν δεν τον έπαιρνε μαζί
του, γύρναγε τις ακρογιαλιές και έχοντας παρέα τον ήχο των κυμάτων
και του μαϊστράλι, σκεφτόταν πως δεν ήθελε άλλη ευτυχία, αυτή του αρκούσε.
Μα περισσότερο του άρεσε να πηγαίνει κολυμπώντας στις ξέρες
του Φουρφουρή λίγο πιο πέρα από την ακτή, και εκεί να κάθεται με τες ώρες και
να συλλογάται, και στο νου να τούρχονται τα γλυκά τραγούδια μιας μικρής
σειρήνας που πολύ καλά γνώριζε μέσα από αφηγήσεις του κυρού του.
Ήταν κάτι μεγάλες ξέρες μέσα στο βαθύ γιαλό, αλλά κάθε που η
άμπωτη τραβούσε πίσω τα νερά, η επιφάνεια τους ισοσταθμούσε με τη θάλασσα.
Πάνω στις ξέρες αυτές, πολλά καράβια τσακίστηκαν και βούλιαξαν. Οι
ντόπιοι κάτοικοι έλεγαν πως όταν η θάλασσα θύμωνε, τα άρπαζε φουρτουνιασμένη
και τα τσάκιζε αλύπητα χωρίς να λυπάται τις ανθρώπινες ζωές. Ο μικρός Βασίλης
όμως, ήξερε πως μια μαγική δύναμη τα οδηγούσε και μόνα τους έσπαζαν τα σκαριά
τους στις μεγάλες αυτές ξέρες.
Πλοία και καΐκια από την αρχαιότητα έως σήμερα, βούλιαξαν και
άφησαν τα κουφάρια τους κάτω στα βαθιά νερά. Αρχαία απολιθώματα κυρίως πήλινα
αντικείμενα, όσα άντεξαν στο χρόνο και στα υπόγεια ρεύματα, έγιναν ένα με το
βυθό και εκεί παραμένουν ακόμα, να θυμίζουν τη μανία της θάλασσας.
Τούλεγε ο πατέρας του πως σε αυτό το βράχο είχε το
θρόνο της μια μικρή νεράιδα που ήταν κόρη της βασίλισσας γοργόνας, αυτής που
εξουσιάζει τους βυθούς σε θάλασσες και σε πελάγη. Μια ιστορία, ένα όμορφο
παραμύθι που χαράχτηκε βαθιά μέσα στη ψυχή του και στιγμάτισε τα παιδικά του
χρόνια. Ήταν η ιστορία μιας μικρής νεράιδας που μια φορά ξεφεύγοντας από
την προσοχή της μητέρας της, έχασε τον προσανατολισμό της και χάθηκε στους άγνωστους
ωκεανούς χωρίς να μπορεί να βρεί τον δρόμο του γυρισμού. Μέρες και νύχτες
έψαχνε απεγνωσμένα τον δρόμο της επιστροφής, αλλά είχε χαθεί παντοτινά πίστεψε
η μικρή γοργόνα, και ο φόβος της έσκιασε την καρδιά. Μια σταλίτσα κοπελίτσα κι
απροστάτευτη, ανάμεσα στα επικίνδυνα ψάρια της θάλασσας, περιπλανιόταν μέρες
πολλές με την αγωνία συντροφιά, και τον φόβο στην καρδιά. Πολλές
φορές κινδύνευσε καθώς στη θάλασσα τα μεγάλα ψάρια τρώνε τα μικρά, και αυτή
ήταν πολύ μικρή για να μπορέσει να αντιπαλεύσει μαζί τους.
Και ύστερα από ένα μεγάλο περιπετειώδες ταξίδι διασχίζοντας
δυνατά ρέματα και αποφεύγοντας επικίνδυνα τέρατα, αποκαμωμένη από
την κούραση ανέβηκε στις ξέρες του Φουρφουρή απελπισμένη και παραδομένη στη
μαύρη της μοίρα. Κάθισε στην πιο ψηλή κορφή τους κι αρχίνησε να τραγουδά
λυπητερά καλώντας τη μάνα της με ελπίδα στην καρδιά να την ακούσει, να έρθει να
την πάρει.
Το τραγούδι της γλυκό και πικραμένο, έφτασε στα πέρατα του
ορίζοντα, και τα δελφίνια που κολυμπούσαν εκεί, τη συμπόνεσαν και πήραν το
μήνυμα της και το μετέφεραν στα πέρατα της γης. Το άκουσε η μάνα της λοιπόν,
και ήρθε και την πήρε. Θυμωμένη όμως, έκλεισε τη μικρή νεράιδα σε ένα κλουβί
για να μην ξαναφύγει και πάλιν να χαθεί. Την ξεκλείδωνε όταν η ίδια
ήταν κοντά για να την προσέχει.
Μέσα στη φυλακή της η μικρή γοργόνα γεμάτη πίκρα μαράζωνε και
νιώθοντας θυμό, όποτε η μητέρα της την ελευθέρωνε, έβγαινε στην επιφάνεια και
κολυμπούσε ως τις ξέρες του Φουρφουρή, και πάνω στο θρόνο της καθόταν ως
σειρήνα, τραγουδούσε και μάγευε τους ναυτικούς που έσπευδαν να την ακούσουν.
Και μαγεμένοι δεν πρόσεχαν τις μεγάλες ξέρες, έπεφταν πάνω
και τσακίζονταν και βούλιαζαν μέσα στα βαθιά νερά.
Αμέτρητα πλοία τσακίστηκαν στις ξέρες του Φουρφουρή, και οι
ντόπιοι που γνωρίζουν τη θάλασσα, λένε πως η θάλασσα της Χλώρακας κρύβει
πολλούς θησαυρούς από τα ναυάγια αυτά.
Λένε ακόμη πως το μικρόν παιδίν ο Βασίλης ο ψαράς, εξερευνώντας
τον βυθό γύρω από τις μεγάλες ξέρες, ανακάλυψε ένα μικρό θησαυρό από χρυσάφι
που τον έβγαλε και καλά τον φύλαξε, ώστε ανθρώπου μάτι ποτέ να μην τον ιδεί.
Το μικρόν παιδί όταν μεγάλωσε και ανδρώθηκε, πήγε στα καράβια
και εργάστηκε ως ναυτικός για πολλήν καιρό. Και όταν τα χρόνια πέρασαν,
επέστρεψε στο μικρό χωριό του, και συνέχισε να ασχολείται με τη θάλασσα. Έγινε
ένας σπουδαίος έμπορος ψαριών, και απέχτησε πολλά χρήματα. Τώρα, ζει
πλουσιοπάροχα και είναι ένας καλός προεστός στον τόπο του. Έχει άφθονα χρήματα
και λένε κάποιοι πως τα κέρδισε με τον ιδρώτα του και την εξυπνάδα του, ενώ
κάποιοι άλλοι λένε πως είναι ο θησαυρός της μικρής σειρήνας που βρήκε στα βαθιά
νερά κάτω από τις μεγάλες ξέρες...