Τo παραμύθι γράφτηκε στις 22/9/2018
Στην παραλία του Κοτσιά βλαστούν τα κρίνα του
γιαλού, ένα είδος άγριου λουλουδιού σύμβολα της Θεϊκής δημιουργίας και
της επιθυμίας των ανθρώπων για την τελειότητα. Είναι λευκά μεγάλα λουλούδια που
ξεφυτρώνουν ανθοβολώντας μέσα στη στεγνή έρημη γη, με ένα μοναδικό μεθυστικό
άρωμα, κυρίως όταν βραδιάζει.
Μια ιστορία λέει πώς,
μια φορά ένας νεαρός ψαράς με τη βάρκα του
που ξανοιγόταν τις νύχτες στα βαθιά για να ρίξει τα δίχτυα του, κατά τον
Αύγουστο και Σεπτέμβρη μια χρονιά, όταν έπλεε δυτικά της Χλώρακας, μέσα στις
σκοτεινές νύχτες έβλεπε να λαμπιρίζει ένα φως έξω στη στεριά στη μεριά του Κοτσιά,
που τον μαγνήτιζε και τον καλούσε. Αρκετές φορές έσυρε τα κουπιά και βγήκε στη
στεριά, αλλά κάθε φορά, το λαμπύρισμα έσβηνε.
Αυτό κράτησε αρκετές νύχτες, και αρκετές ήταν
οι φορές που παράτησε το ψάρεμα για χάρην της περιέργειας του να μάθει τι ήταν
αυτό το λαμπύρισμα που τον μαγνήτιζε. Του έγινε έμμονη ιδέα, ήταν σίγουρος πώς
μια δύναμη του φώναζε, ίσως μια λάμια να τον προσκαλούσε. Έτσι παραδομένος στις
σκέψεις αυτές, αποφάσισε πώς έπρεπε να ακολουθήσει το κάλεμα γιατί ήταν το
πεπρωμένο και το γραφτό της μοίρας του έτσι να γίνει.
Αφού λοιπόν με τον τρόπο αυτό δεν μπόρεσε να
λύσει το μυστήριο, αποφάσισε μια φορά, να πάει από το δείλη να παραφυλάξει έξω
στη στεριά, ώστε να διαπιστώσει την αλήθεια, τι ήταν το φως που ένιωθε πως του
είχε κάνει μάγια.
Πήγε λοιπόν από ενωρίς το δείλις και διάλεξε
ένα ψηλό βράχο όπου από εκιά κρυμμένος, μπορούσε να κατοπτεύει όλη την παραλία.
Όταν έδυσε ο ήλιος και το σκοτάδι απλώθηκε, είδε
από το χωριό μια όμορφη νια να ροβολά την κατηφόρα προς τη θάλασσα, στην
παραλία του Κοττσιά. Κρατούσε στο χέρι ένα φανό θυέλλης που περπατώντας το φως
τάρασσε και με το κούνημα λαμπίριζε σαν άστρο που τρεμοσβήνει. Μόνη και
παντέρμη χωρίς να σκιάζεται για φόβο ή να αροχημά, βάδιζε αγέρωχη και λικνιστή στο
στενό μονοπάτι προς την παραλία.
Πολλές οι σκέψεις του παλληκαριού, πολλά τα
ερωτήματα του. Κυριευμένος από επιθυμία να λύσει το μυστήριο που τον βασάνιζε
τόσες μέρες, αλλά και καθώς την αντίκρισε ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά, πήρε
θάρρος και της φώναξε και τη ρώτησε τί γυρεύει μέσα στη σκοτεινή νύχτα.
Και αυτή του αποκρίθηκε χωρίς να φοβηθεί, καθώς
και αυτή μόλις τον αντίκρισε ένιωσε το ίδιο.
Και του απάντησε πώς τα βράδια ερχόταν να
μυρίσει τις σπάνιες ευωδιές από τα κρίνα της θάλασσας, γιατί όταν έπεφτε η
νύχτα ανάδυαν περίσσια σπουδαία μυρωδιά.
Ήταν γραφτό ντους τοιουτοτρόπως να γνωριστούν
και να ερωτευτούν κεραυνοβόλως, ήταν γραφτό τους να ζαλιστούν από την ευωδιά των
σπάνιων λουλουδιών και να αγαπηθούν παράφορα και να παντρευτούν.
Και έμεινε ο τρόπος γνωριμίας τους σαν ένα παραμύθι
να το λέγουν οι μεγάλοι στα μικρά παιδιά.