Μια ιστορία παλιά λέει πως την εποχή της Ελληνικής επανάστασης
που οι αγριότητες των Τούρκων ήσαν απερίγραπτες, το ίδιο και μερικοί Έλληνες
στην προσπάθεια τους να αντισταθούν αλλά και να πάρουν εκδίκηση, αγρίεψαν και
οι ίδιοι, έγιναν το ίδιο σκληροί και απάνθρωποι. Για έναν συγκεκριμένο τοιούτου
είδους Έλληνα, ένας παλιός παπάς της Χλώρακας εκείνης της εποχής, ο
παπάγιαννης, μαρτύρησε μια ιστορία που από στόμα εις στόμα αμυδρώς έμεινε έως
σήμερα, και σήμερα εγώ την αποτυπώνω στο χαρτί να μείνει παντοτινή.
Πολλοί Κύπριοι φιλόπατρεις μετέβησαν στην πατρίδα για
να αγωνιστούν δίπλα στους αδερφούς Κλέφτες και Αρματωλούς την εποχή εκείνη.
Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πως πήραν μέρος σε πολλές μάχες δίπλα στους Έλληνες
κατά την διάρκεια της επανάστασης. Τη δράση τους βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά
που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο
Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Κατά την
επιστροφή τους, μαζί ήρθαν και λίγοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο.
Ένας που ήταν φίλος και σύντροφος του γνωστού Κύπριου αγωνιστή Γιάννη Πασαπόρτη
από την Κοίλη της Πάφου που μετέβηκε ως εθελοντής και πολέμησε τους Τούρκους
στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου, ήρθε με την ελπίδα να βρει ένα
καινούργιο πόλεμο για να συνεχίσει τον αγώνα του εναντίον των τούρκων.
Μισούσε τους Τούρκους και τους πολέμησε βάναυσα, δεν
τους λυπήθηκε, ούτε τους χαρίστηκε. Τον ονόμαζαν Χασάπη καθώς με τη
χαντζάρα τους έκοβε μικρά κομμάτια και τάιζε τους σκύλους. Και όταν πλέον δεν
είχε άλλο πόλεμο εκεί, ήρθε εδώ, με την ελπίδα πως θα ξεκινούσε ένας
καινούργιος απελευθερωτικός αγώνας. Ήθελε να βοηθήσει να λευτερωθεί η Κύπρος
από τους άπιστους.
Στην Κύπρο όμως δεν υπήρξε ξεσηκωμός, δεν υπήρχε πόλεμος,
ούτε αντάρτικο. Έτσι μη έχοντας τι να κάμει, γυρνούσε στα καφενεία και τα
κρασοπολεία, τους αγρούς και τα χωριά της Πάφου. Ήταν απόμακρος, φοβερός
και είχε πρόσωπο αγριωπό, και λόγια λιγα. Οι απλοϊκοί χωρικοί γνώριζαν τη φήμη
του και θέλοντας να έχουν την εύνοια του, του έδιναν φαγητό και χρήματα από το
υστέρημα τους φοβούμενοι την δυσαρέσκεια του.
Έτσι περνούσε ο καιρός, απολάμβανε ο χασάπης μια καλή
και αραχτή ζωή, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσει προς το ζειν. Ώσπου όμως κάποια
φορά στις περιπλανήσεις του, στη Χλώρακα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που κεραυνοβόλα
την ερωτεύτηκε με πάθος, και κατάλαβε πως θα ήταν καταλύτης για την επόμενη ζωή
του. Τη ζήτησε σε γάμο, και οι γονιοί της του την έδωσαν με ευχές, καθώς ο
φόβος που τους προκαλούσε ήταν μεγαλύτερος από την επιθυμία τους να του αρνηθούν.
Την παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε σε ένα μικρό
σπιτάκι. Η αγάπη του ημέρεψε την καρδιά και έγινε ανθρώπινος και
προσιτός. Άλλαξε και έγινε άλλος άνθρωπος. Άνοιξε ένα χασαπιό, και καθώς
καλώς ήξερε να κόβει ανθρώπινες σάρκες, τώρα με πολλή μαεστρία πετσόκοβε τα
σφαχτάρια ζώα.
Έγινε νοικοκύρης και με τον καιρό, όλοι ξέχασαν το
κακόν του παρελθόν. Όσοι τον γνώρισαν πριν και μετά, έλεγαν για τη μεγάλη
αλλαγή του χαρακτήρα του και της συμπεριφοράς του, τώρα έλεγαν γι αυτόν καλά
λόγια. ¨Ενα ναϊπι είχε μόνο, στην εκκλησία δεν πήγαινε, ούτε ακόμα τις μεγάλες
γιορτές των Χριστουγέννων και της Ανάστασης. Όλοι γνώριζαν πως είχε χάσει κάθε
επαφή με το θεό, καθώς πολλές αποτρόπαιες πράξεις είχε κάμει τον καιρό του πολέμου.
Μοναδικές φορές λοιπόν που πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας, ήταν για να
παντρευτεί και όταν άλλοι τον πήραν σηκωτό για την κηδεία του.
Πέθανε λοιπόν ο χασάπης μια μέρα, όταν στα καλά καθούμενα
τον πρόδωσε η καρδιά του. Ήταν ένας θάνατος ξαφνικός χωρίς να αρρωστήσει και
χωρίς να υποφέρει. Ανώδυνα έφυγε για τον άλλο κόσμο, και σε τούτον έμεινε μόνη
η άμοιρη σύζυγος του να τον κλαίει.
Ένα απόγευμα που γυρνούσε στο σπίτι του από τη
δουλειά, σαν περπατούσε σταμάτησε η καρδιά του και έμεινε στον τόπο. Κάποιοι
στενοχωρήθηκαν λίγο, κάποιοι δάκρυσαν λίγο, και όλοι μαζί τον έθαψαν και ύστερα
τον ξέχασαν.
Εδώ είναι που ξεκινά η ανατριχιαστική μαρτυρία του ιερέως.
Μια μέρα η χήρα αναστατωμένη, του εξομολογήθηκε φοβισμένη
ότι της φάνηκε πως είδε τον άνδρα της ζωντανό στη φραχτή της να τσαπίζει τον
μικρό κήπο. Σκέφτηκε μήπως τρελάθηκε ή έβλεπε φαντασιώσεις, έτσι ήρθε στον παπά
που γνώριζε γράμματα να της εξηγήσει.
Και ο παπάς που γνώριζε γράμματα της εξήγησε πως έως
το σαρανταήμερο της κηδείας, το πνεύμα του πεθαμένου περιτριγυρίζει στους
τόπους που αγαπούσε, γι αυτό να μην ανησυχεί, και μετά το σαρανταήμερο μνημόσυνο,
η ψυχή του θα πήγαινε στον ουρανό με τους Αγγέλους.
Όταν όμως πέρασαν σαράντα μέρες αλλα και κάποιοι μήνες,
η χήρα ξαναπήγε στον παπά περισσότερο φοβισμένη, γιατί της φάνηκε πάλιν πώς
ξανάδε τον πεθαμένο άντρα της ζωντανό, πάλι να τσαπίζει.
Άρχισε τότες ο παπάς Αγιασμούς και ξόρκια πάνω σ τον
τάφο, αλλά μάταια. Η χήρα ισχυριζόταν ότι οι επισκέψεις του νεκρού κατά
καιρούς, συνέχιζαν.
Τα νέα γρήγορα μαθεύτηκαν και οι κάτοικοι πολύ αναστατώθηκαν,
και τα παιδιά περισσότερο φοβηθήκαν. Οι κουβέντες των ανθρώπων έγιναν
φοβισμένες και ο τρόμος έσκιασε τις σκέψεις τους. Ο ΠαπάΓιαννης καθώς ομολογεί,
και αυτός τα είδε σκούρα γιατί κατάλαβε πως κάτι απόκοσμο συνέβαινε, κάτι πέραν
από τους φυσικούς νόμους. Με ψυχραιμία όμως, σκέφτηκε πως έπρεπε να δράσει
συναιτά. Πήγε στον Δεσπότη (εκείνο τον καιρό επίσκοπος ήταν ο Χαρίτων) που
σίγουρα γνώριζε περισσότερα, και του είπε την ιστορία. Και ο Δεσπότης που ήξερε
καλύτερα, του ορμήνεψε τι να κάμει.
Μαζί με τον νεκροθάφτη ξέθαψαν τον πεθαμένο, και όπως
είχε προβλέψει ο Δεσπότης, βρήκαν το πτώμα ακέραιο χωρίς ίχνος αποσύνθεσης,
σημάδι ότι το νεκρό σώμα ήταν Βρυκολακιασμένο, υποχείριο και υποταχτικό του
Σατανά.
Έπρεπε να ξορκίσει το πτώμα και να κάμει αγιασμό για
να φύγουν τα δαιμόνια. Να μπορέσει η ψυχή να ημερέψει, και το νεκρό σώμα να
ξεκουραστεί και να λιώσει καθώς ορίζουν οι φυσικοί νόμοι.
Τα έκαμε όλα αυτά, και ξανασκέπασαν το μνήμα με χώμα,
και έφυγαν ελπίζοντας να πέτυχε ο σκοπό τους.
Πέρασε λίγος καιρός, και η χήρα δεν ξανά παραπονέθηκε.
Όλοι ησυχασμένοι πίστεψαν πως πέτυχε ο εξορκισμός, και ο πεθαμένος αναπαύτηκε
επιτέλους.
Ώ, κακή μοίρα όμως ενός χωριανού, κάποια μέρα βρέθηκε
νεκρός σε μια ρεματιά με ζωγραφισμένο ανείπωτο τρόμο στο πρόσωπο. Ήταν φανερό
πως πέθανε από μεγάλο φόβο.
Το κακό όμως χειροτέρεψε, γιατί το ίδιο συνέβηκε ακόμα
δυο φορές κατά τον επόμενο καιρό. Ήταν σε όλους φανερό πως τα ξόρκια και οι
αγιασμοί του Παπαγιάννη δεν έκαναν καλή δουλειά. Ήταν ολοφάνερο πως ούτε ο θεός
δεν έδινε ανάπαυση στον πεθαμένο από τα πολλά κακά που είχε κάμει όταν ήταν εν
ζωή.
Και σκέφτηκε ο Παπάγιαννης, πως άλλη επιλογή δεν είχε,
πως έπρεπε να κάμει κάτι φοβερό, όμως απαραίτητο, ώστε και πάλιν να
επικρατήσουν οι φυσικοί νόμοι του Θεού και των ανθρώπων.
Φώναξε ξανά τον νεκροθάφτη, και μια σκοτεινή νύχτα τα
μεσάνυχτα χωρίς ανθρώπου μάτι να τους βλέπει, ξανά έσκαψαν τον τάφο, και στο
φως του καντηλεριού, αντίκρισαν τον νεκρό ελάχιστα λιωμένο, σχεδόν άθικτο.
Τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και πήγαν μακριά, πολύ
μακριά από το χωριό. Επήγαν σε ένα μέρος ερημικό πάνω σε απάτητα βουνά, και
εκεί μάζεψαν πολλά ξύλα και άναψαν μια μεγάλη πυρά και κατέκαυσαν τον πεθαμένο.
Και ύστερα κοπάνησαν τα απομεινάρια του, και τα έκαμαν στάχτη, και την ανέμισαν
στους ανέμους. Δεν έμεινε ίχνος από το σώμα του, ώστε ήταν αδύνατο να
συμμαζευτεί και να ξαναβρυκολακιάσει.
Από εκείνο τον καιρό όλα πήγαν καλά στο χωριό, και οι
άνθρωποι ημέρεψαν και ξαναβρήκαν τον φυσιολογικό ρυθμό της ζωής τους.