Η παραθαλάσσια περιοχή από
την Κισσόνεργα ως την Πέτρα του Ρωμιού, ήταν εύφορα χωράφια που τα κατείχαν
πλούσιοι τσιφλικάδες και αξιωματικοί ή προύχοντες ημέτεροι των διαφόρων κατακτητών
που κατά καιρούς πέρασαν από την Κύπρο. Έκτιζαν τα μεγάλα αρχοντικά τους
πάνω σε ψηλώματα και από εκεί παρατηρούσαν τις εργασίες στα χωράφια τους που
εκτελούσαν οι δούλοι και οι μισταρκοί τους.
Η Κύπρος κατά καιρούς
υπέφερε από ανομβρία με αποτέλεσμα αυτά τα χωράφια να χρησιμοποιούνται ως
βοσκότοποι, αλλά όταν κατά καιρούς υπήρχε πολυομβρία, οι τσιφλικάδες τα φύτευαν
ζαχαροκάλαμα, τεύτλα και καννάβια.
Πρωτεύουσα της περιοχής,
ήταν το Κτήμα που συνόρευε δυτικά με το χωριό της Χλώρακας, και νοτιοανατολικά
με την Γεροσκήπου. Η Κάτω Πάφος ως μέρος της πόλεως του Κτημάτου, ήταν μια
παραλιακή πεδιάδα που ενωνόταν με τα παραλιακά χωράφια της Χλώρακας, και μαζί
αποτελούσαν έναν μεγάλο εύφορο κάμπο.
Εκεί που έσμιγαν τα σύνορα
των τριών τόπων, ήταν ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό που μόνο του στον κάμπο φάνταζε
όμορφο και άφθαρτο στο χρόνο. Ήταν πολύ παλαιό αλλά καλά κτισμένο, και καλά
διατηρημένο. Περιβαλλόταν από γόνιμες εκτάσεις γης, με πολλά πηγάδια νερού σκαμμένα
κάθε λίγη απόσταση, σημάδι πως κάποτε τη γη την καλλιεργούσαν. Τώρα, ήταν
εγκαταλειμμένη, τα πηγάδια στεγνά, και ο κάμπος ξερός. Κάποιοι λέγουν πως
παλιότερα ήταν ένας πράσινος κάμπος, μια μεγάλη όαση, πως έμοιαζε ίδια γη της
επαγγελίας. Αλλά και τώρα, μπορούσε ο κάμπος να αποτελεί ένα μεγάλο βοσκότοπο
που θα μπορούσαν οι ιδιοκτήτες να θρέψουν πολλά πρόβατα.
Ήταν λοιπόν άξιον απορίας,
γιατί τόση περιουσία έμενε ανεκμετάλλευτη. Όταν ήμουν μικρός, την ίδια απορία
είχα και εγώ, γι αυτό ρώτησα ένα γέροντα, που μου είπε μια ιστορία:
Στα χρόνια του μεσαίωνα η
περιοχή ήταν περιουσία των Ρηγάδων και ύστερα των απογόνων τους, οι οποίοι όμως
την εγκατέλειψαν και χάθηκαν χωρίς να αφήσουν σημάδι αν η γενιά τους συνέχισε
να υπάρχει. Και έμεινε η περιοχή εγκαταλειμμένη να την χρησιμοποιούν κυρίως οι
βοσκοί για τα ζώα τους.
Όμως, στις αρχές του
περασμένου αιώνα, ένας ξένος ήρθε από τα ξενικά μέρη και κατοίκησε στο ψηλό
σπίτι. Είχε τίτλους ιδιοκτησίας για την περιοχή, και ήταν κληρονόμος των
Ρηγάδων κατά πώς έλεγε.
Επιδιόρθωσε το παλιο
διώροφο σπίτι και εγκαταστάθηκε μέσα. Προσέλαβε εργάτες και ανέλαβε το μεγάλο
τσιφλίκι. Με τον καιρό το μεγάλο κτήμα πρασίνισε και πάλιν, καθώς φύτεψε δένδρα
και φυτείες όλων των ειδών. Ήξερε πολλά γράμματα, και ήταν πολύ πλούσιος. Σαν
μεγάλος αφέντης έχαιρε μεγάλης υπόληψης, αλλά περισσότερο έχαιρε σεβασμού,
καθώς γνώριζε πολλά γράμματα και είχε μεγάλη μόρφωση.
Μαζί του από τα ξένα έφερε
πολλά βιβλία, και με τις ώρες ασχολιόταν μ αυτά, ενώ για τις δουλειές προσέλαβε
έναν καλό επιστάτη που φρόντιζε για όλα. Όσοι τον συναντούσαν και έρχονταν εις
γνώσιν μαζί του, έλεγαν πως ήταν πολύ μορφωμένος και διαβασμένος.
Στη Χλώρακα ζούσε μια
μελαχρινή κοπέλα που πολλοί έλεγαν πως ήταν απόγονος τσιγγάνων. Ήταν μια πανέμορφη
νέα με ένα καλλίγραμμο κορμί που όποιος την έβλεπε κολαζόταν από επιθυμία και
πόθο. Πιο όμορφη από μια νεράιδα είχε χίλια φιλήδωνα γεμάτα ερωτισμό, και μάτια
μπιρμπιλωτά που όποιον κοίταζαν τον καταδίκαζαν σε έρωτα, έναν έρωτα όμως
μονόπλευρο που την ίδια δεν αφορούσε, παρά μόνο γνωρίζοντας την αύρα και τον
πόθο που εξέπεμπε, χωρίς να λυπάται κανέναν, τους ξετρέλαινε και ύστερα γελούσε
μαζί τους. Ήταν με λίγα λόγια μια πλανεύτρα μάγισσα, που με ευχαρίστηση
χαιρόταν τον ερωτικό πόνο που σκορπούσε γύρω τους.
Οι γονείς της φτωχοί
χωρικοί, έσπερναν κάτι μικρά χωραφάκια, καθώς και η ίδια έβοσκε ένα μικρό
κοπάδι από πρόβατα, έτσι που κουτσά στραβά και πολύ φτωχικά, κατάφερναν να
έχουν τον επιούσιο. Θα μπορούσαν όλοι να ζήσουν πλουσιοπάροχα αν μόνο δεχόταν
να παντρευτεί έναν από τους πολλούς μνηστήρες άρχοντες που την περιτριγύριζαν.
Μα αυτή κανέναν δεν ήθελε, ούτε πλούσιο, ούτε πρίγκιπα. Της άρεσε μόνο να
βόσκει τα πρόβατα στα θερισμένα χωράφια μέσα στον μεγάλο κάμπο της Χλώρακας
δίπλα στη θάλασσα. Και όποτε κάποιον συναπαντούσε, ευχαριστιόταν καθώς έβλεπε
πως τον ξετρέλαινε με την ομορφιά της.
Μια φορά που έβοσκε τα
πρόβατα, αυτά την οδήγησαν λίγο μακρύτερα, μέχρι τα χωράφια του νέου Ρηγόπουλου
που είχε εγκατασταθεί στο μεγάλο σπίτι.
Εκεί, ένα αρνί ξέφυγε από
το κοπάδι και μπήκε στο τσιφλίκι του άρχοντα. Δρασκέλισε τον πετρότοιχο η κόρη,
και πήγε να το πάρει. Το βρήκε κάτω από ένα δένδρο, όπου κάτω από τον ίσκιο
έστεκε ένας όμορφος νέος που εύκολα κατάλαβε από το παρουσιαστικό του πως ήταν
ο μεγάλος αφέντης.
Ολοφάνερα έδειχνε την
αφεντιά του, την ευγένεια του, και την καλή του καταγωγή. Ήταν εύμορφος και τα
μάτια του ανέδιναν την εξυπνάδα και την υψηλή καταγωγή του.
Έμεινε λίγο θαυμαστικά να
τον κοιτάζει, και χωρίς να χασκιαστεί ή να ντραπεί, τον κόντεψε και τον
χαιρέτησε,
-για σου άρχοντα μου,
έπιασαν την κουβέντα και γνωρίστηκαν.
Αμέσως αγαπήθηκαν, ήταν το
πεπρωμένο τους, τόθελε η μοίρα τους να συναπαντηθούν να γνωριστούν και να αγαπηθούν.
Από εκείνη τη μέρα η μικρή
βοσκοπούλα έπαιρνε τα πρόβατα της να βοσκήσουν σε εκείνη την περιοχή, και το Ρηγόπουλο
κάθε μέρα κατέβαινε και καθόταν στον ίσκιο του δεντριού και με αδημονία την
πρόσμενε, και μόλις την έβλεπε ένιωθε να αγαλιά και τα φυλλοκάρδια του σαν καμπάνες
να χτυπουν. Το ίδιο και η τσιγγανοπούλα, που για πολλές ώρες την ημέρα καθόταν
μαζί του. Ταίριαξαν απόλυτα, είχαν κοινές κουβέντες και ενδιαφέροντα, κυλούσε η
συνομιλία τους ευχάριστα, καθώς και ο καιρός όσο κυλούσε, περισσότερο έδενενε
αγάπη τους και δυνατά τη σφυριλατουσε.
Και όταν πέρασε ο καιρός,
το καλό Ρηγόπουλο αποφάσισε να της δώσει το όνομα του, να την κάμει τιμημένη
Ρήγαινα και αρχόντισσα δίπλα του. Ήταν σίγουρος πως θα της έδινε μεγάλη χαρά,
πως μόλις της το έλεγε θα έπεφτε στην αγκαλιά του ευτυχισμένη, καθώς συνέχεια
του φώναζε δυνατά πόσο πολύ τον αγαπούσε. Ήταν σίγουρος για την απάντηση της,
δεν αμφέβαλλε, γνώριζε για την αγάπη της.
Όμως ώ τί δυστυχία η κόρη,
ίσως γιατί είχε συνηθίσει να ραγίζει καρδιές, ίσως από από έπαρση, ή μήπως είχε
κάποια κληρονομική τρέλα καταστροφική στο μυαλό της, του αγνίστηκε. Και η ίδια
δεν μπορούσε ύστερα να πιστέψει πως έκαμε τέτοια τρέλα, πως του απαρνήθηκε την
αγάπη της, αφού καλά γνώριζε πόσο πολύ τον αγαπούσε.
Το Ρηγόπουλο όμως βαθιά
πληγώθηκε, και η καρδιά του σκίστηκε και ράγισε και δεν χτυπούσε πλέον
φυσιολογικά, παρά κάθε χτύπος και ένας μεγάλος πόνος. Ένιωσε τα όνειρα του να
γκρεμίζονται, μεγάλη στενοχώρια να τον καταθλίβει, και να πέφτει σε ανείπωτη
κατάθλιψη. Με το ζόρι έσυρε τα πόδια του να φύγει. Και όλη τη νύχτα χωρίς ύπνο
παρά μόνο με πόνο στην καρδιά, αποφάσισε πως δεν ήθελε πλέον άλλο να ζήσει.
Ήθελε μόνο να ηρεμήσει και να σταματήσει ο πόνος να του καίει την καρδιά. Έτσι
με πολλή κόπο τα ξημερώματα, έσυρε και πάλιν τα βήματα του για τελευταία φορά
στον τόπο που γνώρισε την αγαπημένη του, και πάνω σε ένα κλαδί του δένδρου που
τόσες φορές σκίασε αυτόν και εκείνην, έδεσε ένα σχοινί και κρεμάστηκε, και
βρήκε την αιώνια γαλήνη.
Την άλλη μέρα πολύ πρωί, η
όμορφη κόρη κίνησε βιαστικά να βρει τον καλό της και να του ζητησει συγχωρεση,
και να του πει πως δέχεται να παντρευτούν, και να του ομολογήσει ξανά την αγάπη
της.
Μα ώ τι συμφορά, από μακριά
είδε ένα κορμί να κρεμνιέται κάτω από το δένδρο, και αμέσως ο νους της γεμάτος
τρόμο, ήξερε με σιγουριά πως ήταν ο καλός της…
Πέρασε ο καιρός, η όμορφη
τσιγγανοπούλα χάλασε και ασχήμυνε από το μαράζι, οι τύψεις της τρέλαιναν το μυαλό.
Όρεξη για ζωή δεν είχε, και ειρηνίες την κατέτρεχαν. Ήθελε να πεθάνει, ήθελε να
κοιμηθεί μια μέρα και να μην ξυπνήσει. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, πολλές φορές σκέφτηκε
να σκοτωθεί και αυτή, αλλά θέλοντας να αυτοτιμωρηθεί, έμενε ζωντανή για να
βασανίζεται ως τιμωρία για το μεγάλο κακό που προκάλεσε.
Κλείστηκε στο σκοτάδι της
κάμαρης της και δεν πλενόταν, ούτε λουζόταν, χτίκιασε και το μυαλό της
σαλτάρισε, ώσπου γέρασε και πέθανε, και επιτέλους ηρέμησε η ψυχή της.
Μετά το θάνατό της πολλοί
ισχυρίστηκαν πως όταν περνούσαν από το δένδρο που κρεμάστηκε το Ρηγόπουλο, ένιωθαν
το φάντασμά της στον αέρα να μουρμουρίζει με πόνο το όνομα του.
Το διώροφο κτίριο στο
τσιφλίκι εγκαταλείφθηκε, ενώ υστερότερα περιήλθε στα χέρα των Τούρκων όπου
γνώρισε μαύρες μέρες, γιατί οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν σαν φυλακές και τόπο
βασανιστηρίων των Γραικών.
Μετά την παράδοση της
Κύπρου στους Άγγλους, και αυτοί το χρησιμοποίησαν ως τόπο κρατητηρίων και
βασανιστηρίων των αγωνιστών της ΕΟΚΑ.
Στα σκοτεινά δωμάτια του
πολλοί άνθρωποι υπέφεραν και πόνεσαν, πολύ αίμα χύθηκε και πολλές ζωές χάθηκαν.
Μέχρι σήμερα, ένα σωρό φοβερές ιστορίες ακόμα λέγονται. Πολλοί κάτοικοι της
περιοχής ισχυρίζονται ότι κατά καιρούς άκουσαν ουρλιαχτά και κλάματα και
ένιωσαν σκιές στον ουρανό να περιφέρονται και να ζητούν βοήθεια.
Στις σημερινές ημέρες το
κτίριο έχει επισκευαστεί και αναπαλαιωθεί, κάποιοι της περιοχής λένε ότι ακόμη
το κτίσμα είναι στοιχειωμένο και τις νύχτες ακούγονται λυπητερά κλάματα, ενώ
οπτασίες θεάθηκαν να κινούνται μέσα σε αυτό.