Είναι μια ιστορία που
λέγεται σε πολλούς τόπους, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι μια τρομαχτική κοινή
ιστορία που συνέβηκε πραγματικά ίσως στους πρισσότερυς τόπους που τη
διηγούνται, διότι αφορά συναισθήματα που άπτονται της παλικαριάς, της αφοβιάς,
της αντρειοσύνης, αλλά και του τρόμου που όταν κυριεύσει τον άνθρωπο και
φωλιάσει στην καρδιά του, όποιος και νάναι, θα τον φοβήσει και θα τον
τρομοκρατήσει. Είναι δηλαδή κοινά συναισθήματα όλων των ανθρώπων, σε όλους τους
τόπους.
Θα σας διηγηθώ μια φοβερή
ιστορία για έναν αντρειωμένο νέο που έζησε στο χωριό της Χλώρακας τον παλαιό
καιρό. Για έναν λεβεντονιό που ήταν άφοβο παλικάρι που αψηφούσε τους κινδύνους
και δεν λογάριαζε μήτε θεριά, μήτε ανθρώπους, που τελικά όμως φοβήθηκε τους
πεθαμένους που πίστεψε πως αναστηθήκανε και τον κατατρέξανε.
Ήταν ένα παλικάρι που του
άρεσαν οι ιστορίες περί ηρώων, και περισσότερο η ιστορία του Σαμψών. Ήταν
παλαιοί καιροί που η ανδρειωσύνη στον άνθρωπο ήταν το μεγαλύτερο προτέρημα, γι
αυτό οι νέοι μεγάλωναν γαλουχημένοι με τις αρετές των παλαιών ηρώων.
Εκείνους τους καιρούς που
συνέβηκε η ιστορία μας, δεν συνηθιζόταν οι άρρενες να αφήνουν μακριάν κόμην,
παρ ταύτα, ο ήρωας μας, άφησε την χαίτην του μακριάν, ήθελε ο ίδιος να μοιάζει
με τον αγαπημένο του ήρωα τον Σαμψών.
Χωρίς να λογαριάζει τα
λόγια του κόσμου, καβαλλούσε τον άππαρο του που όταν τον σπιρούνιζε έτρεχε σαν
τον άνεμο και καμαρωτός άφηνε τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα όπως τα
κύματα στη θάλασσα.
Το όνομα του ήταν Διονής,
αλλά το άλλαξε και το έκαμε Διενής όπως του Διγενή, ενώ οι χωριανοί τον
φώναζαν Ιενή. Πίστευε ότι ίσως οι ρίζες του έφταναν από τους Ακρίτες,
αλλιώς δεν εξηγιόταν η μεγάλη του δύναμη και η περισσή του αντρειοσύνη. Το
πίστευε με την καρδιά του και το ένιωθε στο είναι του και να κυλά μεσα στις
φλέβες του, σαν κατεβατό ποτάμι πάνω σε κακοτράχαλα βουνά. Είχε πράγματι
μεγάλην σωματική ρώμην, και όλοι τον σέβονταν γι αυτή του τη δύναμη. Το
σπίτι του δεν τον χωρούσε, γυρνούσε στα όρη και στις λαγκαδιές, μιλούσε
με τα γεράκια και κυνηγούσε πουλιά και σκότωνε φίδια θεριά. Είχε όμως ένα
ελάττωμα, του άρεσε να κομπάζει για την παλληκαριά του σε σημείο που παρομοίαζε
τον εαυτό του ως ιδεώδη τύπον ήρωα όπως τον Ομηρικό Αχιλλέα, τον κραταιό
Ηρακλή, τον ένδοξο Αλέξανδρο και τον ισχυρό Διγενή.
Ήταν ξιππασμένος και του άρεσε
να παινεύεται για τα κατορθώματα του. Σε πολλούς άρεσαν οι ξιππασμένες ιστορίες
του, σε κάποιους όμως, όχι. Ήταν και ένας μικρούτσικος ανθρωπάκος στο χωριό που
δεν τον έκαμνε χάζι, που τον ζήλευε, και ήθελε να βρει τρόπο να τον εκθέσει και
να τον πικάρει. Δεν τολμούσε όμως να του εναντιωθεί γιατί φοβόταν, και ο νους
του γύριζε πώς να βρει ένα τρόπο να το κάμει χωρίς να προκαλέσει την οργή του.
Τοχε βάλει σκοπό να βρει τον τρόπο, τον είχε πιάσει μια μανία. Ήταν μια
κακεντρέχεια που του προήλθε από τη ζήλεια. Ζήλευε τον Ιενή που ήταν ψηλός,
όμορφος, δυνατός και ανδρείος, ενώ αυτός ένας κοντός, μικρούτσικος, ένα κοντό
ανθρωπάκι. Καθημερινά στην ταβέρνα του Φκωνή που σύχναζε και συναντιόντουσαν,
καθώς τον άκουγε να παινεύεται, άλλη σκέψη δεν έβανε στο λογισμό του, παρά πώς
να βρει έναν τρόπο να τον εκθέσει.
Η ταβέρνα του Φκωνή ήταν
κτισμένη δίπλα στην πλατεία της εκκλησιάς και εκεί μαζεύονταν τα δειλινά οι
αθκιασεροί να πιούν κόκκινο στερκό κρασί, το μόνο είδος πιοτού που πουλούσε ο
ταβερνιάρης. Ήταν ένα χαμόσπιτο κτισμένο με πέτρες και πηλό από χώμα και
άσιερο, μια κάμαρη, ένα χαμηλό δωμάτιο τόσο χαμηλό, που για να μην κουτουλούν
οι πελάτες, το πάτωμα ήταν σκαμμένο μέσα στη γη. Η σκεπή καμωμένη από κανιά και
χώμα που όταν έβρεχε έσταζε και έβρεχε τους πελάτες. Με παλιές ξύλινες πόρτες
χωρίς κλειδαριές και ένα μικρό παράθυρο όσο να μπαίνει λίγο φως. Ήταν κτισμένη
ακριβώς στη θέση που είναι τώρα το εστιατόριο «Φαμακούστα», στην οδό «Ζήνας
Κάνθερ». Ήταν η ταβέρνα του Φκωνή που άφησε εποχή, που με τον ίδιο να φαντάζει
θεόρατος με τη μαύρη βράκα και το αλατσιέτινο ζιμπούνι πανύψηλος να μην τον
χωρεί το μαγαζί του και να σερβίρει σκυφτός για να μην κουτουλλά στο ταβάνι.
Μέσα στο μουντό φως της
λάμπας πετρελαίου τα τραπέζια τάβλες πάνω στο χωματένιο πάτωμα ήταν πάντα
γεμάτα πελάτες. Η τσίκνα από το τρεμιχόλαο γέμιζε τον αέρα και τα κουνουπίδια
ήταν πάνω στο ράφι αφημένα μαζί με σώτες γεμάτες τσιρίτζια μέσα σε λίπος από
λαρδί και βάζα γεμάτα καππάρι. Στη γωνιά ήταν κρεμασμένο από το ταβάνι ένα
ολόκληρο λαρδί χοίρου, ενώ πάνω σε όλα τα τραπέζια είχε κούπες γεμάτες βραστές
πατάτες.
Ήταν μια συνταιριασμένη
ατμόσφαιρα με το χώμα στο πάτωμα να μυρίζει ξινό κρασί και να σμίγει με την
μυρωδιά από τα ξιδάτα παντζάρια, τα βραστά αβγά μέσα σε μαύρο λάδι ελιάς και τη
τσίκνα της ρέγκας που ψηνόταν στη φωτιά της μηχανής. Ήταν φαγητά της εποχής που
έφτιαχνε μόνος του ο ταβερνιάρης, χωριάτικοι και φτηνιάρικοι μεζέδες,
αλλά γνήσιοι και άμετρης γευστικής απόλαυσης.
Κάθε βράδυ οι φτωχοί
χωρικοί την άραζαν εκεί, να πιούν και να διασκεδάσουν φτωχικά για να ξεχάσουν
την φτώχεια τους και τη μιζέρια τους.
Το στερκό κρασί τους
έφτιαχνε τη διάθεση και τους έκανε να αισθάνονται ότι τα φτωχικά φαγητά είχαν
γλυκείες γεύσεις Τσιμπούσαν και τσουγκρούσαν τις καντήλες και έλεγαν εις υγείαν
στα μεγάλα ξύλινα βαρέλια που ήταν γεμάτα κρασί.
Ήταν βαρέλια θεόρατα που
γέμιζαν το μισό μαγαζί, γεμάτα με κρασί που εκείνον τον καιρό πουλιόταν με την
οκά και το μετρούσαν με το κάρτο, ένα τσίγγινο δοχείο με την ανάλογη χωρητικότητα.
Μια νύχτα καθόταν σε ένα
τραπέζι ο κακός ανθρωπάκος, σε ένα άλλο το παλληκάρι ο Ιενής, ενώ στο τρίτο μια
παρέα χωριανών. Όλα τα τραπέζια ήταν τέσσερα, στο άλλο καθόταν ο Φκωνής και
όλοι μαζί μια παρέα μέσα στην μικρή κάμαρη, μιλούσαν και τσουγγρούσαν τα
ποτήρια τους.
Έχοντας ο μικρούτσικος
άνθρωπος αντίκρυ του τον Ιενή και τον οίνο να τον ζαλίζει, το μυαλό του
επηρεασμένο από τη ζήλεια, πήρε στροφές και του κατέβητε μια ιδέα.
Αρχισε να μιλά για τους
πεθαμένους και για ιστορίες που άκουσε, ότι στα νεκροταφεία μετά τα
μεσάνυχτα βγαίνουν τα πνεύματα των πεθαμένων και σεργιανούν στη νύχτα
τρομάζοντας τον κόσμο, γι αυτό οι άνθρωποι παλιότερα απέφευγαν τις σκοτεινές
νύχτες να περιφέρονται άσκοπα σε τέτοια μέρη… Μια φορά κατά πως άκουσε είπε,
ένας γέρος που περνούσε νύχτα από το νεκροταφείο άκουσε θορύβους και χωρίς να
λογαριάσει φόβο μπήκε μέσα να δεί τι συμβαίνει. Μόλις πέρασε την πύλη άκουσε
από τη μεριά της κάτω εκκλησιάς λυπητερό ήχο καμπάνας να χτυπά, γεγονός που τον
γέμισε τρόμο γιατί ήξερε πως δεν είχε καμπάνα, την είχαν μεταφέρει οι χωριανοί
στην πάνω εκκλησιά τις προηγούμενες μέρες. Τρομοκρατημένος τόβαλε στα πόδια,
πήρε τόσο φόβο που του δέθηκε η γλώσσα και έκαμε πολλές μέρες να βρεί τη μιλιά
του.
Λέγοντας αυτά το μικρό
ανθρωπάκι, ήθελε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα φόβου ώστε Ιενής να φανερωθεί ότι
σαν άνθρωπος και αυτός, είχε πράγματα που τα φοβόταν.
Ο Ιενής όμως γέλασε και
είπε ότι όλα είναι φαντασιώσεις.
Αρπάζοντας την ευκαιρία ο
μικρούτσικος άνθρωπος, τον προσκάλεσε σε στοίχημα ότι δεν τολμούσε να πάει τα μεσάνυχτα
στο νεκροταφείο και να παλουκώσει τον άππαρο του, ένα στοίχημα που με χαρά
δέχτηκε ο Ιενής, γιατί ήθελε να δώσει ακόμα μια απόδειξη σε όλους για την
αφοβιά του.
Όταν χτύπησε δώδεκα η ώρα,
ο Ιενής σηκώθηκε από το τραπέζι του, και ορμήνεψε στον Φκωνή να μην σηκώσει το
ποτήρι του γιατί γρήγορα θα επέστρεφε, είπε και στους άλλους να τον περιμένουν,
θα πήγαινε στο νεκροταφείο να σιηνιάσει τον άππαρο του.
Και πήγε ο Ιονής στο
νεκροταφείο, μα δεν γύρισε. Ο άμοιρος όταν τσουλλώκατσε και παλούκωσε τον
άππαρο του, σηκώθηκε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε. Κάποιος τον τραβούσε από τη
βράκα.
Ξαφνιάστηκε, αλλά
προσπάθησε να μην πανικοβληθεί. Έβαλε όλη του τη δύναμη, αλλά πάλι δεν τα
κατάφερε. Άρχισε να φοβάται, άρχισε να πιστεύει ότι ζωντάνεψαν οι νεκροί.
Προσπαθούσε να μην τον κυριεύσει ο τρόμος, και με ψυχραιμία γύρισε να
αντιμετωπίσει τον πεθαμμένο που βγήκε από τον τάφο.
και τον τραβούσε. Μα δεν
είδε κανέναν, μήτε νεκρό, μήτε ζωντανό. Μονομιάς τα χρειάστηκε, και άρχισε να
πανικοβάλλεται. Σαν αστραπή από το μυαλό του πέρασαν σκέψεις κακές και ιστορίες
δεισιδαιμονικές που ήξερε. Πίστεψε πως αόρατες σκιές πεθαμένων σηκώθηκαν και
τον τραβούσαν.
Και απελπισμένος που δεν
μπορούσε να φύγει, έβαλε όλη του τη δύναμη, μα και πάλιν δεν μπορούσε να τους
νικήσει και να τους ξεφύγει. Τον τραβούσαν από τη βράκα και δεν τον άφηναν.
Άνοιξε το στόμα του να φωνάξει για βοήθεια, αλλά λαλιά δεν έβγαινε, του δέθηκε
η γλώσσα από τον μεγάλο φόβο…
Αποκαμωμένος από το φόβο
έγειρε στο χώμα και έμεινε ακίνητος, φηρμένος σαν τον πεθαμένο…
Πέρασε η ώρα, μέσα στην
ταβέρνα άρχισαν να ανησυχούν. Αργούσε ο Ιονής,
-κάτι θα γίνηκε,
είπε ο Φκωνής.
Σηκώθηκε και ξεκρέμασε τη
λάμπα από το βολίκι,
-άντε πάμε να τον βρούμε,
τους είπε.
Φτάνοντας στο νεκροταφείο,
είδαν τον άππαρο παλλουκωμένο και τον Ιονή δίπλα του φηρμένο. Ανύσηχοι έσκυψαν
να τον σηκώσουν και αμέσως κατάλαβαν τι είχε γινεί.
Παλλουκώνοντας το παλλούκι
στο χώμα, στο σκοτάδι δεν πρόσεξε και το έβαλε πάνω στις πολλές δίπλες της
βράκας του παλουκώνοντας την κι αυτήν.
Ευτυχώς ήταν μόνο φηρμένος,
τον ξεπαλλούκωσαν και τον μετέφεραν στην ταβέρνα όπου τον βοήθησαν να συνέλθει.
Από εκείνη τη μέρα ο Ιενής
έμεινε χασκιασμένος, λιγομίλητος, με βλέμμα πλανεμένο και το μυαλό σαλεμένο. Έκοψε
τα μακριά του μαλλιά και δεν ξανακαβαλίκεψε τον άππαρο του. Περιδιάβαινε στις
στράτες άσκοπα, κατάντησε ο τρελός του χωριού.