ΣΑΝ ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ
Η παραθαλάσσια περιοχή από την Κισσόνεργα ως την Πέτρα του Ρωμιού, ήταν εύφορα χωράφια που τα κατείχαν πλούσιοι τσιφλικάδες και αξιωματικοί ή προύχοντες ημέτεροι των διαφόρων κατακτητών που κατά καιρούς πέρασαν από την Κύπρο. Έκτιζαν τα μεγάλα αρχοντικά τους  πάνω σε ψηλώματα και από εκεί παρατηρούσαν τις εργασίες στα χωράφια τους που εκτελούσαν οι δούλοι και οι μισταρκοί τους.
Η Κύπρος κατά καιρούς υπέφερε από ανομβρία με αποτέλεσμα αυτά τα χωράφια να χρησιμοποιούνται ως βοσκότοποι, αλλά όταν κατά καιρούς υπήρχε πολυομβρία, οι τσιφλικάδες τα φύτευαν ζαχαροκάλαμα, τεύτλα και καννάβια.
Πρωτεύουσα της περιοχής, ήταν το Κτήμα που συνόρευε δυτικά με το χωριό της Χλώρακας, και νοτιοανατολικά με την Γεροσκήπου. Η Κάτω Πάφος ως μέρος της πόλεως του Κτημάτου, ήταν μια παραλιακή πεδιάδα που ενωνόταν με τα παραλιακά χωράφια της Χλώρακας, και μαζί αποτελούσαν έναν μεγάλο εύφορο κάμπο.
Εκεί που έσμιγαν τα σύνορα των τριών τόπων, ήταν ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό που μόνο του στον κάμπο φάνταζε όμορφο και άφθαρτο στο χρόνο. Ήταν πολύ παλαιό αλλά καλά κτισμένο, και καλά διατηρημένο. Περιβαλλόταν από γόνιμες εκτάσεις γης, με πολλά πηγάδια νερού σκαμμένα κάθε λίγη απόσταση, σημάδι πως κάποτε τη γη την καλλιεργούσαν. Τώρα, ήταν εγκαταλειμμένη, τα πηγάδια στεγνά, και ο κάμπος ξερός. Κάποιοι λέγουν πως παλιότερα ήταν ένας πράσινος κάμπος, μια μεγάλη όαση, πως έμοιαζε ίδια γη της επαγγελίας. Αλλά και τώρα, μπορούσε ο κάμπος να αποτελεί ένα μεγάλο βοσκότοπο που θα μπορούσαν οι ιδιοκτήτες να θρέψουν πολλά πρόβατα.
Ήταν λοιπόν άξιον απορίας, γιατί τόση περιουσία έμενε ανεκμετάλλευτη. Όταν ήμουν μικρός, την ίδια απορία είχα και εγώ, γι αυτό ρώτησα ένα γέροντα, που μου είπε μια ιστορία:
Στα χρόνια του μεσαίωνα η περιοχή ήταν περιουσία των Ρηγάδων και ύστερα των απογόνων τους, οι οποίοι όμως την εγκατέλειψαν και χάθηκαν χωρίς να αφήσουν σημάδι αν η γενιά τους συνέχισε να υπάρχει. Και έμεινε η περιοχή εγκαταλειμμένη να την χρησιμοποιούν κυρίως οι βοσκοί για τα ζώα τους.
Όμως, στις αρχές του περασμένου αιώνα, ένας ξένος ήρθε από τα ξενικά μέρη και κατοίκησε στο ψηλό σπίτι. Είχε τίτλους ιδιοκτησίας για την περιοχή, και ήταν κληρονόμος των  Ρηγάδων κατά πώς έλεγε.
Επιδιόρθωσε το παλιο διώροφο σπίτι και εγκαταστάθηκε μέσα. Προσέλαβε εργάτες και ανέλαβε το μεγάλο τσιφλίκι. Με τον καιρό το μεγάλο κτήμα πρασίνισε και πάλιν, καθώς φύτεψε δένδρα και φυτείες όλων των ειδών. Ήξερε πολλά γράμματα, και ήταν πολύ πλούσιος. Σαν μεγάλος αφέντης έχαιρε μεγάλης υπόληψης, αλλά περισσότερο έχαιρε σεβασμού, καθώς γνώριζε πολλά γράμματα και είχε μεγάλη μόρφωση.
Μαζί του από τα ξένα έφερε πολλά βιβλία, και με τις ώρες ασχολιόταν μ αυτά, ενώ για τις δουλειές προσέλαβε έναν καλό επιστάτη που φρόντιζε για όλα. Όσοι τον συναντούσαν και έρχονταν εις γνώσιν μαζί του, έλεγαν πως ήταν πολύ μορφωμένος και διαβασμένος.
Στη Χλώρακα ζούσε μια  μελαχρινή κοπέλα που πολλοί έλεγαν πως ήταν απόγονος τσιγγάνων. Ήταν μια πανέμορφη νέα με ένα καλλίγραμμο κορμί που όποιος την έβλεπε κολαζόταν από επιθυμία και πόθο. Πιο όμορφη από μια νεράιδα είχε χίλια φιλήδωνα γεμάτα ερωτισμό, και μάτια μπιρμπιλωτά που όποιον κοίταζαν τον καταδίκαζαν σε έρωτα, έναν έρωτα όμως μονόπλευρο που την ίδια δεν αφορούσε, παρά μόνο γνωρίζοντας την αύρα και τον πόθο που εξέπεμπε, χωρίς να λυπάται κανέναν, τους ξετρέλαινε και ύστερα γελούσε μαζί τους. Ήταν με λίγα λόγια μια πλανεύτρα μάγισσα, που με ευχαρίστηση χαιρόταν τον ερωτικό πόνο που σκορπούσε γύρω τους.
Οι γονείς της φτωχοί χωρικοί, έσπερναν κάτι μικρά χωραφάκια, καθώς και η ίδια έβοσκε ένα μικρό κοπάδι από πρόβατα, έτσι που κουτσά στραβά και πολύ φτωχικά, κατάφερναν να έχουν τον επιούσιο. Θα μπορούσαν όλοι να ζήσουν πλουσιοπάροχα αν μόνο δεχόταν να παντρευτεί έναν από τους πολλούς μνηστήρες άρχοντες που την περιτριγύριζαν. Μα αυτή κανέναν δεν ήθελε, ούτε πλούσιο, ούτε πρίγκιπα. Της άρεσε μόνο να βόσκει τα πρόβατα στα θερισμένα χωράφια μέσα στον μεγάλο κάμπο της Χλώρακας δίπλα στη θάλασσα. Και όποτε κάποιον συναπαντούσε, ευχαριστιόταν καθώς έβλεπε πως τον ξετρέλαινε με την ομορφιά της.
Μια φορά που έβοσκε τα πρόβατα, αυτά την οδήγησαν λίγο μακρύτερα, μέχρι τα χωράφια του νέου Ρηγόπουλου που είχε εγκατασταθεί στο μεγάλο σπίτι.
Εκεί, ένα αρνί ξέφυγε από το κοπάδι και μπήκε στο τσιφλίκι του άρχοντα. Δρασκέλισε τον πετρότοιχο η κόρη, και πήγε να το πάρει. Το βρήκε κάτω από ένα δένδρο, όπου κάτω από τον ίσκιο έστεκε ένας όμορφος νέος που εύκολα κατάλαβε από το παρουσιαστικό του πως ήταν ο μεγάλος αφέντης.
Ολοφάνερα έδειχνε την αφεντιά του, την ευγένεια του, και την καλή του καταγωγή. Ήταν εύμορφος και τα μάτια του ανέδιναν την εξυπνάδα και την υψηλή καταγωγή του.
Έμεινε λίγο θαυμαστικά να τον κοιτάζει, και χωρίς να χασκιαστεί ή να ντραπεί, τον κόντεψε και τον χαιρέτησε,
-για σου άρχοντα μου, έπιασαν την κουβέντα και γνωρίστηκαν.
Αμέσως αγαπήθηκαν, ήταν το πεπρωμένο τους, τόθελε η μοίρα τους να συναπαντηθούν να γνωριστούν και να αγαπηθούν.
Από εκείνη τη μέρα η μικρή βοσκοπούλα έπαιρνε τα πρόβατα της να βοσκήσουν σε εκείνη την περιοχή, και το Ρηγόπουλο κάθε μέρα κατέβαινε και καθόταν στον ίσκιο του δεντριού και με αδημονία την πρόσμενε, και μόλις την έβλεπε ένιωθε να αγαλιά και τα φυλλοκάρδια του σαν καμπάνες να χτυπουν. Το ίδιο και η τσιγγανοπούλα, που για πολλές ώρες την ημέρα καθόταν μαζί του. Ταίριαξαν απόλυτα, είχαν κοινές κουβέντες και ενδιαφέροντα, κυλούσε η συνομιλία τους ευχάριστα, καθώς και ο καιρός όσο κυλούσε, περισσότερο έδενενε αγάπη τους και δυνατά τη σφυριλατουσε.
Και όταν πέρασε ο καιρός, το καλό Ρηγόπουλο αποφάσισε να της δώσει το όνομα του, να την κάμει τιμημένη Ρήγαινα και αρχόντισσα δίπλα του. Ήταν σίγουρος πως θα της έδινε μεγάλη χαρά, πως μόλις της το έλεγε θα έπεφτε στην αγκαλιά του ευτυχισμένη, καθώς συνέχεια του φώναζε δυνατά πόσο πολύ τον αγαπούσε. Ήταν σίγουρος για την απάντηση της, δεν αμφέβαλλε, γνώριζε για την αγάπη της.
Όμως ώ τί δυστυχία η κόρη, ίσως γιατί είχε συνηθίσει να ραγίζει καρδιές, ίσως από από έπαρση, ή μήπως είχε κάποια κληρονομική τρέλα καταστροφική στο μυαλό της, του αγνίστηκε. Και η ίδια δεν μπορούσε ύστερα να πιστέψει πως έκαμε τέτοια τρέλα, πως του απαρνήθηκε την αγάπη της, αφού καλά γνώριζε πόσο πολύ τον αγαπούσε.
Το Ρηγόπουλο όμως βαθιά πληγώθηκε, και η καρδιά του σκίστηκε και ράγισε και δεν χτυπούσε πλέον φυσιολογικά, παρά κάθε χτύπος και ένας μεγάλος πόνος. Ένιωσε τα όνειρα του να γκρεμίζονται, μεγάλη στενοχώρια να τον καταθλίβει, και να πέφτει σε ανείπωτη κατάθλιψη. Με το ζόρι έσυρε τα πόδια του να φύγει. Και όλη τη νύχτα χωρίς ύπνο παρά μόνο με πόνο στην καρδιά, αποφάσισε πως δεν ήθελε πλέον άλλο να ζήσει. Ήθελε μόνο να ηρεμήσει και να σταματήσει ο πόνος να του καίει την καρδιά. Έτσι με πολλή κόπο τα ξημερώματα, έσυρε και πάλιν τα βήματα του για τελευταία φορά στον τόπο που γνώρισε την αγαπημένη του, και πάνω σε ένα κλαδί του δένδρου που τόσες φορές σκίασε αυτόν και εκείνην, έδεσε ένα σχοινί και κρεμάστηκε, και βρήκε την αιώνια γαλήνη.
Την άλλη μέρα πολύ πρωί, η όμορφη κόρη κίνησε βιαστικά να βρει τον καλό της και να του ζητησει συγχωρεση, και να του πει πως δέχεται να παντρευτούν, και να του ομολογήσει ξανά την αγάπη της.
Μα ώ τι συμφορά, από μακριά είδε ένα κορμί να κρεμνιέται κάτω από το δένδρο, και αμέσως ο νους της γεμάτος τρόμο, ήξερε με σιγουριά πως ήταν ο καλός της…
Πέρασε ο καιρός, η όμορφη τσιγγανοπούλα χάλασε και ασχήμυνε από το μαράζι, οι τύψεις της τρέλαιναν το μυαλό. Όρεξη για ζωή δεν είχε, και ειρηνίες την κατέτρεχαν. Ήθελε να πεθάνει, ήθελε να κοιμηθεί μια μέρα και να μην ξυπνήσει. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, πολλές φορές σκέφτηκε να σκοτωθεί και αυτή, αλλά θέλοντας να αυτοτιμωρηθεί, έμενε ζωντανή για να βασανίζεται ως τιμωρία για το μεγάλο κακό που προκάλεσε. 
Κλείστηκε στο σκοτάδι της κάμαρης της και δεν πλενόταν, ούτε λουζόταν, χτίκιασε και το μυαλό της σαλτάρισε, ώσπου γέρασε και πέθανε, και επιτέλους ηρέμησε η ψυχή της.

Μετά το θάνατό της πολλοί ισχυρίστηκαν πως όταν περνούσαν από το δένδρο που κρεμάστηκε το Ρηγόπουλο, ένιωθαν το φάντασμά της στον αέρα να μουρμουρίζει με πόνο το όνομα του.
Το διώροφο κτίριο στο τσιφλίκι εγκαταλείφθηκε, ενώ υστερότερα περιήλθε στα χέρα των Τούρκων όπου γνώρισε μαύρες μέρες, γιατί οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν σαν φυλακές και τόπο βασανιστηρίων των Γραικών.
Μετά την παράδοση της Κύπρου στους Άγγλους, και αυτοί το χρησιμοποίησαν ως τόπο κρατητηρίων και βασανιστηρίων των αγωνιστών της ΕΟΚΑ.
Στα σκοτεινά δωμάτια του πολλοί άνθρωποι υπέφεραν και πόνεσαν, πολύ αίμα χύθηκε και πολλές ζωές χάθηκαν. Μέχρι σήμερα, ένα σωρό φοβερές ιστορίες ακόμα λέγονται. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής ισχυρίζονται ότι κατά καιρούς άκουσαν ουρλιαχτά και κλάματα και ένιωσαν σκιές στον ουρανό να περιφέρονται και να ζητούν βοήθεια.

Στις σημερινές ημέρες το κτίριο έχει επισκευαστεί και αναπαλαιωθεί, κάποιοι της περιοχής λένε ότι ακόμη το κτίσμα είναι στοιχειωμένο και τις νύχτες ακούγονται λυπητερά κλάματα, ενώ οπτασίες θεάθηκαν να κινούνται μέσα σε αυτό.   

Ο ΙΕΝΗΣ
Είναι μια ιστορία που λέγεται σε πολλούς τόπους, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι μια τρομαχτική κοινή ιστορία που συνέβηκε πραγματικά ίσως στους πρισσότερυς τόπους που τη διηγούνται, διότι αφορά συναισθήματα που άπτονται της παλικαριάς, της αφοβιάς, της αντρειοσύνης, αλλά και του τρόμου που όταν κυριεύσει τον άνθρωπο και φωλιάσει στην καρδιά του, όποιος και νάναι, θα τον φοβήσει και θα τον τρομοκρατήσει. Είναι δηλαδή κοινά συναισθήματα όλων των ανθρώπων, σε όλους τους τόπους.
Θα σας διηγηθώ μια φοβερή ιστορία για έναν αντρειωμένο νέο που έζησε στο χωριό της Χλώρακας τον παλαιό καιρό. Για έναν λεβεντονιό που ήταν άφοβο παλικάρι που αψηφούσε τους κινδύνους και δεν λογάριαζε μήτε θεριά, μήτε ανθρώπους, που τελικά όμως φοβήθηκε τους πεθαμένους που πίστεψε πως αναστηθήκανε και τον κατατρέξανε.
Ήταν ένα παλικάρι που του άρεσαν οι ιστορίες περί ηρώων, και περισσότερο η ιστορία του Σαμψών. Ήταν παλαιοί καιροί που η ανδρειωσύνη στον άνθρωπο ήταν το μεγαλύτερο προτέρημα, γι αυτό οι νέοι μεγάλωναν γαλουχημένοι με τις αρετές των παλαιών ηρώων.
Εκείνους τους καιρούς που συνέβηκε η ιστορία μας, δεν συνηθιζόταν οι άρρενες να αφήνουν μακριάν κόμην, παρ ταύτα, ο ήρωας μας, άφησε την χαίτην του μακριάν, ήθελε ο ίδιος να μοιάζει με τον αγαπημένο του ήρωα τον Σαμψών.
Χωρίς να λογαριάζει τα λόγια του κόσμου, καβαλλούσε τον άππαρο του που όταν τον σπιρούνιζε έτρεχε σαν τον άνεμο και καμαρωτός άφηνε τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα όπως τα κύματα στη θάλασσα.
Το όνομα του ήταν Διονής, αλλά το άλλαξε και το έκαμε Διενής όπως του Διγενή, ενώ οι χωριανοί τον φώναζαν  Ιενή. Πίστευε ότι ίσως οι ρίζες του έφταναν από τους Ακρίτες, αλλιώς δεν εξηγιόταν η μεγάλη του δύναμη και η περισσή του αντρειοσύνη. Το πίστευε με την καρδιά του και το ένιωθε στο είναι του και να κυλά μεσα στις φλέβες του, σαν κατεβατό ποτάμι πάνω σε κακοτράχαλα βουνά. Είχε πράγματι μεγάλην σωματική ρώμην, και όλοι τον σέβονταν γι αυτή του τη δύναμη.  Το σπίτι του δεν τον χωρούσε, γυρνούσε στα όρη  και στις λαγκαδιές, μιλούσε με τα γεράκια και κυνηγούσε πουλιά και σκότωνε φίδια θεριά. Είχε όμως ένα ελάττωμα, του άρεσε να κομπάζει για την παλληκαριά του σε σημείο που παρομοίαζε τον εαυτό του ως ιδεώδη τύπον ήρωα όπως τον Ομηρικό Αχιλλέα, τον κραταιό Ηρακλή, τον ένδοξο Αλέξανδρο και τον ισχυρό Διγενή.
Ήταν ξιππασμένος και του άρεσε να παινεύεται για τα κατορθώματα του. Σε πολλούς άρεσαν οι ξιππασμένες ιστορίες του, σε κάποιους όμως, όχι. Ήταν και ένας μικρούτσικος ανθρωπάκος στο χωριό που δεν τον έκαμνε χάζι, που τον ζήλευε, και ήθελε να βρει τρόπο να τον εκθέσει και να τον πικάρει. Δεν τολμούσε όμως να του εναντιωθεί γιατί φοβόταν, και ο νους του γύριζε πώς να βρει ένα τρόπο να το κάμει χωρίς να προκαλέσει την οργή του. Τοχε βάλει σκοπό να βρει τον τρόπο, τον είχε πιάσει μια μανία. Ήταν μια κακεντρέχεια που του προήλθε από τη ζήλεια. Ζήλευε τον Ιενή που ήταν ψηλός, όμορφος, δυνατός και ανδρείος, ενώ αυτός ένας κοντός, μικρούτσικος, ένα κοντό ανθρωπάκι. Καθημερινά στην ταβέρνα του Φκωνή που σύχναζε και συναντιόντουσαν, καθώς τον άκουγε να παινεύεται, άλλη σκέψη δεν έβανε στο λογισμό του, παρά πώς να βρει έναν τρόπο να τον εκθέσει.

Η ταβέρνα του Φκωνή ήταν κτισμένη δίπλα στην πλατεία της εκκλησιάς και εκεί μαζεύονταν τα δειλινά οι αθκιασεροί να πιούν κόκκινο στερκό κρασί, το μόνο είδος πιοτού που πουλούσε ο ταβερνιάρης. Ήταν ένα χαμόσπιτο κτισμένο με πέτρες και πηλό από χώμα και άσιερο, μια κάμαρη, ένα χαμηλό δωμάτιο τόσο χαμηλό, που για να μην κουτουλούν οι πελάτες, το πάτωμα ήταν σκαμμένο μέσα στη γη. Η σκεπή καμωμένη από κανιά και χώμα που όταν έβρεχε έσταζε και έβρεχε τους πελάτες. Με παλιές ξύλινες πόρτες χωρίς κλειδαριές και ένα μικρό παράθυρο όσο να μπαίνει λίγο φως. Ήταν κτισμένη ακριβώς στη θέση που είναι τώρα το εστιατόριο «Φαμακούστα», στην οδό «Ζήνας Κάνθερ». Ήταν η ταβέρνα του Φκωνή που άφησε εποχή, που με τον ίδιο να φαντάζει θεόρατος με τη μαύρη βράκα και το αλατσιέτινο ζιμπούνι πανύψηλος να μην τον χωρεί το μαγαζί του και να σερβίρει σκυφτός για να μην κουτουλλά στο ταβάνι.
Μέσα στο μουντό φως της λάμπας πετρελαίου τα τραπέζια τάβλες πάνω στο χωματένιο πάτωμα ήταν πάντα γεμάτα πελάτες. Η τσίκνα από το τρεμιχόλαο γέμιζε τον αέρα και τα κουνουπίδια ήταν πάνω στο ράφι αφημένα μαζί με σώτες γεμάτες τσιρίτζια μέσα σε λίπος από λαρδί και βάζα γεμάτα καππάρι. Στη γωνιά ήταν κρεμασμένο από το ταβάνι ένα ολόκληρο λαρδί χοίρου, ενώ πάνω σε όλα τα τραπέζια είχε κούπες γεμάτες βραστές πατάτες.
Ήταν μια συνταιριασμένη ατμόσφαιρα με το χώμα στο πάτωμα να μυρίζει ξινό κρασί και να σμίγει με την μυρωδιά από τα ξιδάτα παντζάρια, τα βραστά αβγά μέσα σε μαύρο λάδι ελιάς και τη τσίκνα της ρέγκας που ψηνόταν στη φωτιά της μηχανής. Ήταν φαγητά της εποχής που έφτιαχνε μόνος του ο ταβερνιάρης, χωριάτικοι και φτηνιάρικοι μεζέδες,  αλλά γνήσιοι και άμετρης γευστικής απόλαυσης.
Κάθε βράδυ οι φτωχοί χωρικοί την άραζαν εκεί, να πιούν και να διασκεδάσουν φτωχικά για να ξεχάσουν την φτώχεια τους και τη μιζέρια τους.
Το στερκό κρασί τους έφτιαχνε τη διάθεση και τους έκανε να αισθάνονται ότι τα φτωχικά φαγητά είχαν γλυκείες γεύσεις Τσιμπούσαν και τσουγκρούσαν τις καντήλες και έλεγαν εις υγείαν στα μεγάλα ξύλινα βαρέλια που ήταν γεμάτα κρασί.
Ήταν βαρέλια θεόρατα που γέμιζαν το μισό μαγαζί, γεμάτα με κρασί που εκείνον τον καιρό πουλιόταν με την οκά και το μετρούσαν με το κάρτο, ένα τσίγγινο δοχείο με την ανάλογη χωρητικότητα.
Μια νύχτα καθόταν σε ένα τραπέζι ο κακός ανθρωπάκος, σε ένα άλλο το παλληκάρι ο Ιενής, ενώ στο τρίτο μια παρέα χωριανών. Όλα τα τραπέζια ήταν τέσσερα, στο άλλο καθόταν ο Φκωνής και όλοι μαζί μια παρέα μέσα στην μικρή κάμαρη, μιλούσαν και τσουγγρούσαν τα ποτήρια τους.
Έχοντας ο μικρούτσικος άνθρωπος αντίκρυ του τον Ιενή και τον οίνο να τον ζαλίζει, το μυαλό του επηρεασμένο από τη ζήλεια, πήρε στροφές και του κατέβητε μια ιδέα.
Αρχισε να μιλά για τους πεθαμένους και για ιστορίες που άκουσε, ότι στα νεκροταφεία  μετά τα μεσάνυχτα βγαίνουν τα πνεύματα των πεθαμένων και σεργιανούν στη νύχτα τρομάζοντας τον κόσμο, γι αυτό οι άνθρωποι παλιότερα απέφευγαν τις σκοτεινές νύχτες να περιφέρονται άσκοπα σε τέτοια μέρη… Μια φορά κατά πως άκουσε είπε, ένας γέρος που περνούσε νύχτα από το νεκροταφείο άκουσε θορύβους και χωρίς να λογαριάσει φόβο μπήκε μέσα να δεί τι συμβαίνει. Μόλις πέρασε την πύλη άκουσε από τη μεριά της κάτω εκκλησιάς λυπητερό ήχο καμπάνας να χτυπά, γεγονός που τον γέμισε τρόμο γιατί  ήξερε πως δεν είχε καμπάνα, την είχαν μεταφέρει οι χωριανοί στην πάνω εκκλησιά τις προηγούμενες μέρες. Τρομοκρατημένος τόβαλε στα πόδια, πήρε τόσο φόβο που του δέθηκε η γλώσσα και έκαμε πολλές μέρες να βρεί τη μιλιά του.
Λέγοντας αυτά το μικρό ανθρωπάκι, ήθελε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα φόβου ώστε Ιενής να φανερωθεί ότι σαν άνθρωπος και αυτός, είχε πράγματα που τα φοβόταν.
Ο Ιενής όμως γέλασε και είπε ότι όλα είναι φαντασιώσεις.
Αρπάζοντας την ευκαιρία ο μικρούτσικος άνθρωπος, τον προσκάλεσε σε στοίχημα ότι δεν τολμούσε να πάει τα μεσάνυχτα στο νεκροταφείο και να παλουκώσει τον άππαρο του, ένα στοίχημα που με χαρά δέχτηκε ο Ιενής, γιατί ήθελε να δώσει ακόμα μια απόδειξη σε όλους για την αφοβιά του.
Όταν χτύπησε δώδεκα η ώρα, ο Ιενής σηκώθηκε από το τραπέζι του, και ορμήνεψε στον Φκωνή να μην σηκώσει το ποτήρι του γιατί γρήγορα θα επέστρεφε, είπε και στους άλλους να τον περιμένουν, θα πήγαινε στο νεκροταφείο να σιηνιάσει τον άππαρο του. 
Και πήγε ο Ιονής στο νεκροταφείο, μα δεν γύρισε. Ο άμοιρος όταν τσουλλώκατσε και παλούκωσε τον άππαρο του, σηκώθηκε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε. Κάποιος τον τραβούσε από τη βράκα.
Ξαφνιάστηκε, αλλά προσπάθησε να μην πανικοβληθεί. Έβαλε όλη του τη δύναμη, αλλά πάλι δεν τα κατάφερε. Άρχισε να φοβάται, άρχισε να πιστεύει ότι ζωντάνεψαν οι νεκροί. Προσπαθούσε να μην τον κυριεύσει ο τρόμος, και με ψυχραιμία γύρισε να αντιμετωπίσει τον πεθαμμένο που βγήκε από τον τάφο.
και τον τραβούσε. Μα δεν είδε κανέναν, μήτε νεκρό, μήτε ζωντανό. Μονομιάς τα χρειάστηκε, και άρχισε να πανικοβάλλεται. Σαν αστραπή από το μυαλό του πέρασαν σκέψεις κακές και ιστορίες δεισιδαιμονικές που ήξερε. Πίστεψε πως αόρατες σκιές πεθαμένων σηκώθηκαν και τον τραβούσαν.
Και απελπισμένος που δεν μπορούσε να φύγει, έβαλε όλη του τη δύναμη, μα και πάλιν δεν μπορούσε να τους νικήσει και να τους ξεφύγει. Τον τραβούσαν από τη βράκα και δεν τον άφηναν. Άνοιξε το στόμα του να φωνάξει για βοήθεια, αλλά λαλιά δεν έβγαινε, του δέθηκε η γλώσσα από τον μεγάλο φόβο…
Αποκαμωμένος από το φόβο έγειρε στο χώμα και έμεινε ακίνητος, φηρμένος σαν τον πεθαμένο…
Πέρασε η ώρα, μέσα στην ταβέρνα άρχισαν να ανησυχούν. Αργούσε ο Ιονής,
-κάτι θα γίνηκε,
είπε ο Φκωνής.
Σηκώθηκε και ξεκρέμασε τη λάμπα από το βολίκι,
-άντε πάμε να τον βρούμε,
τους είπε.
Φτάνοντας στο νεκροταφείο, είδαν τον άππαρο παλλουκωμένο και τον Ιονή δίπλα του φηρμένο. Ανύσηχοι έσκυψαν να τον σηκώσουν και αμέσως κατάλαβαν τι είχε γινεί.
Παλλουκώνοντας το παλλούκι στο χώμα, στο σκοτάδι δεν πρόσεξε και το έβαλε πάνω στις πολλές δίπλες της βράκας του παλουκώνοντας την κι αυτήν.
Ευτυχώς ήταν μόνο φηρμένος, τον ξεπαλλούκωσαν και τον μετέφεραν στην ταβέρνα όπου τον βοήθησαν να συνέλθει.

Από εκείνη τη μέρα ο Ιενής έμεινε χασκιασμένος, λιγομίλητος, με βλέμμα πλανεμένο και το μυαλό σαλεμένο. Έκοψε τα μακριά του μαλλιά και δεν ξανακαβαλίκεψε τον άππαρο του. Περιδιάβαινε στις στράτες άσκοπα, κατάντησε ο τρελός του χωριού. 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ ΕΝΑ ΑΓΑΛΜΑ
Οι Ελληνιστικοί τάφοι ήταν συνήθως σκαμμένοι σε βράχους και χρονολογούνται από τα πρώτα Ρωμαϊκά χρόνια της Κύπρου. Στη Χλώρακα υπάρχουν δυο αρχαίοι Ελληνιστικοί τάφοι, ο ένας ονομάζεται Ελληνόσπηλιος και ευρίσκεται δίπλα στον παραλιακό δρόμο, και ο άλλος σπήλιος του Λεωνίδα, και ευρίσκεται σε ιδιωτική αυλή κατοίκου, εκ του οποιου πήρε και το όνομα. Η δεύτερη σπηλιά ήταν καλά κρυμμένη, και καποιος για να την εντοπίσει έπρεπε να την γνωρίζει, ή να την ανακαλύψει τυχαία. Τους καιρούς της Τουρκοκρατίας χρησίμευε ως κρύπτη για πολλούς κατατρεγμένους Χριστιανούς καθώς είναι λαξεμένη μέσα στη γη καλά κρυμμένη από τη φύση, ώστε να είναι δύσκολο να εντοπιστεί.
Ήταν θεώρατη και φυσική σπηλια που στα τοιχώματα της οι Αρχαίοι έσκαβαν τάφους και έθαβαν τους νεκρους τους. Οι εισόδοι των τάφων παρέμειναν σφραγιστοί μέχρι τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οπότε όταν ανακαλύφτηκαν, βρέθηκαν σπουδαία κτερίσματα, αλλά που δυστυχώς όλα πουλήθηκαν σε αρχαιοκάπηλους. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι βρέθηκε μια λαμπιώνα ανεκτίμητης αξίας, μια ολόχρυση ζώνη Ομηρικού πολεμιστή που πουλήθηκε για πέντε λίρες, και μια πέτρινη σκαλιστή σαρκοφάγος η οποία κατα πληροφορίες ευρίσκεται σε ιδιωτικό μουσείο της Νέας Υόρκης.
Το ανάγλυφο του σκεπάσματος της σαρκοφάγου παρίστανε τη μορφή της πεθαμένης που ήταν νέα γυναίκα ωραιοτάτου κάλλους, που μόλις την είδε ένας βοσκός που την ανακάλυψε, έπαθε έρωτα μαζί της, αγάπησε παράφορα  την πέτρινη πανέμορφη μορφή της.  
Είχε βγάλει τα πρόβατα του στη βοσκή, και αυτά τον οδήγησαν στη παλιά βρύση όπου είχε νερό και πλούσια βοσκή. Κάθισε κάτω από ένα μεγάλο δρυ, και άφησε τα πρόβατα να απλωθούν στον κάμπο. Όταν ο ήλιος πήγαινε να δύσει και ήρθε η ώρα να φύγουν, είδε ένα πρόβατο που ανέβηκε σε ένα ψήλωμα, να χάνεται πίσω από συστάδα θάμνων. Του σφύριξε να κατέβει, αλλά τίποτα. Ανέβηκε λοιπόν να το γυρέψει, και ανακάλυψε μια είσοδο λαξεμένη σε βράχο. Μπαίνοντας μέσα βρέθηκε σε ένα σπήλαιο. Γεμάτος περιέργεια, βγήκε έξω και μάζεψε ξύλα για να ανάψει φωτιά να φωτίσει το σκοτάδι να δει τι ανακάλυψε.
Το σπήλαιο ήταν πλατύ και χανόταν βαθιά μέσα στη γη σε μεγάλη απόσταση. Λίγο ψηλότερα πάνω στην πέτρινη πλευρά, πρόσεξε ένα τοίχο κτισμένο που μάλλον σφράγιζε την είσοδο κάποιου τάφου, σκέφτηκε. Τη χάλασε λοιπόν, με την ελπίδα να βρει χρυσάφι, καθώς ήξερε πως και άλλοι χωριανοί του ανακάλυψαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα χρυσά και άλλα πολύτιμα κτερίσματα.
Δεν δυσκολεύτηκε να χαλάσει την είσοδο. Η μαγκούρα του ήταν σκληρή και βαριά, και με λίγα κτυπήματα, το χώρισμα έσπασε. Μέσα στον νεκρικό θάλαμο είδε μια σαρκοφάγο καλά πελεκημένη, που σχημάτιζε μια λάρνακα γεωμετρικά καλά σχηματισμένη.
Την καθάρισε από το χώμα, και αντίκρισε ένα ανάγλυφο σώμα σκαλισμένο στην μονοκόμματη πέτρα που σκέπαζε την σαρκοφάγο. Ήταν ένα πανέμορφο άγαλμα που το σμίλευσε σίγουρα κάποιος σπουδαίος γλύπτης, και παριστάνε μια εξαιρετικά ωραία κοπέλα με μορφή που φαινόταν έτοιμη να ανασάνει, που φαινόταν να τον κοιτάζει και να τον καλεί. Σαν ονειροπαρμένος όπως κάτι να του μάγεψε τη σκέψη, έμεινε ώρες ακίνητος να κοιτάζει και να αποθαυμάζει. Κατάλαβε πως κάτι έπαθε το μυαλό του, πως ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα το άγαλμα με το πέτρινο πανέμορφο πρόσωπο της πεθαμένης γυναίκας.
Από εκείνη τη μέρα, κάθε μέρα επισκεπτόταν το σπήλαιο κρυφά να μην τον δουν και του κλέψουν την αγαπημένη. Με τις ώρες καθόταν και την κοίταζε. Η παγωμένη της πέτρινη μορφή κάθε μέρα έδειχνε περισσότερο όμορφη, και αυτός κάθε μερα περισσότερο την αγαπούσε. Οπότε σε λίγο καιρό μη αντέχοντας να είναι μακριά της, παράτησε το σπίτι και το κοπάδι του, και εγκαταστάθηκε στο σπήλαιο. Έπινε νερό και πλενόταν από την βρύση, μάζευε άγρια χόρτα και καλλιεργούσε λίγα οπωρικά, και όλα αυτά του αρκούσαν, δεν ήθελε τίποτα άλλο, φτάνει που είχε παρέα την αγαπημένη του.
Οι χωριανοί πίστεψαν πώς ίσως τρελάθηκε από τη μοναξιά του επαγγέλματος του, ή πως αποφάσισε να γίνει ασκητής, να ζήσει με το Θεό.
Και όταν πέρασαν πολλά χρόνια και όλοι τον ξέχασαν, ένας κυνηγός ανακάλυψε το κουφάρι του μέσα στη σπηλιά. Άντεξε και έζησε όλη του τη ζωή μέχρι τα γεράματα, με την όμορφη γυναίκα της σαρκοφάγου.
  
Ο κυνηγός ισχυρίστηκε πως απλά βρήκε τον νεκρό. Δεν είπε για σαρκοφάγο, παρά πως από όσα είδε στο σπήλαιο, μάλλον ο βοσκός έζησε σαν ασκητής αφιερωμένος στο θεό. Κάποιοι όμως ισχυρίστηκαν ότι ο κυνηγός βρήκε τη σαρκοφάγο που την πούλησε σε αρχαιοκαπήλους, και που τώρα ευρίσκεται σε ιδιωτικό Αρχαιολογικό μουσείο της Νέας Υόρκης.  

ΟΙ ΑΝΕΡΑΔΕΣ
Μια φορά τον παλαιόν καιρό στα Παλιόκαστρα της Πάφου, ήταν ένα βοσκόπουλο που μια μέρα αποφάσισε να βοσκήσει τα πρόβατα του λίγο μακρύτερα απ ότι συνήθως. Έφτασε ως τον Καπυρό, ένα πλούσιο από βλάστηση κάμπο στο χωριό της Χλώρακας. Ήταν μια όμορφη περιοχή με ψηλά δένδρα και πλούσια βοσκή, αλλά και τρεξιμιό νερό που πήγαζε από τη γη σχηματίζοντας ένα μικρό ποταμάκι. Το ποταμάκι πριν συνεχίσει το δρόμο του για την θάλασσα σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα που ξεχείλιζε, και το νερό ύστερα συνέχιζε το δρόμο του.
Τα πρόβατα απλώθηκαν και έβοσκαν ήσυχα, γι αυτό το βοσκόπουλο ξάπλωσε κάτω από τον πυκνό ίσκιο των ψηλών δέντρων χωρίς να έχει όρεξη να φύγει. Όταν είρθε το δείλη, σκέφτηκε να διανυχτερέψει εκεί, ώστε το κοπάδι του να βοσκήσει και την άλλη μέρα το πλούσιο χορτάρι, και αυτός να απολαύσει περισσότερο την δροσιά του καιρού και την ομορφιά του τοπίου. Κοίταξε στη βούρκα του, και διαπιστώνοντας πως είχε τροφή και για την επόμενη μέρα, αποφάσισε να κάμει αυτό που σκέφτηκε.
Όταν τα πρόβατα σιγά με το βραδύς ηρέμισαν, έγειρε και ο ίδιος πάνω σ ένα γουνάρι φύλλα και αποκοιμήθηκε με το τραγούδι των γρυλλίδων σαν νανούρισμα. Το τραγούδι των γρύλλων ήξερε πως είναι οιωνός για καλοτυχία και ευημερία, γι αυτό καθώς πίστευε  στους οιωνούς, ακούγοντας τους ευχαριστημένος παραδόθηκε στον Μορφέα.
Ξαφνικά κοντά στα μεσάνυχτα τον γλυκό του  ύπνο διέκοψαν φωνές, γέλια και τραγούδια. Ανασηκώθηκε λίγο και στο φεγγαρόφωτο που έριχνε τις αχτίνες του μέσα από τα πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων, είδε κοπέλες όμορφες να χαριεντίζονται και να παίζουν μέσα στα νερά της λίμνης. Έκθαμβος τις παρακολουθούσε να λούζονται και να χτενίζονται, και σκεφτόταν αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικότητα, ή αποτέλεσμα του τραγουδιού των γρύλλων που τον επηρέασαν.
Όμως ναι, όσα έβλεπε ήταν αληθινά. Ήταν πραγματικές νεράιδες των νερών, που συνήθιζαν μετά τα μεσάνυχτα να βγαίνουν στις δροσερές πηγές να λούζονται υπό τη σκεπή των αστεριών.
Σηκώθηκε ανάλαφρα χωρίς φασαρία, και σίμωσε κοντά τους. Κρυμμένος πίσω από ένα κομό δένδρου, τις είδε όλες πανέμορφες να στροβιλίζονται με χάρη, και η μελωδική τους φωνή σαν γλυκό βάλσαμο κατέκλυζε το είναι του και εύφραινε την καρδιά του.
Και ανάμεσα σε όλες, ξεχώρισε μια με κατάμαυρα μαλλιά που χόρευε καλύτερα και ήταν ομορφότερη από τις άλλες.
Απέμεινε να τις κοιτάζει ώρα πολλή, και λίγο πριν το ξημέρωμα να φεύγουν και να χάνονται στον πρωινό ορίζοντα, ενώ στα αφτιά του έμεινε ο γλυκός απόηχος από τα κρυστάλλινα γέλια τους και τα χαρούμενα τραγούδια τους.
Από εκείνο τον καιρό η όμορφη νεράιδα έμεινε στη σκέψη του και δεν μπορούσε να την βγάλει. Την αγάπησε με πάθος, και μαράζωνε και ήταν πολύ δυστυχισμένος που δεν μπορούσε να την έχει δικιά του. Συνεχώς την σκαφτόταν, και η καρδιά του πονούσε από τον παράφορο έρωτα που φώλιασε μέσα της. Άλλη σκέψη και έγνοια δεν είχε, κατάλαβε πως αν δεν έκανε κάτι να την αποκτήσει, θα τρελαινόταν.
Γι αυτό σκέφτηκε να ρωτήσει άλλους ανθρώπους μήπως ήξεραν, να τον συμβουλεύσουν. Αποφάσισε να συμβουλευτεί τους γεροντότερους, και ένας από αυτούς του είπε ότι μαγεύτηκε από την ανεράδα και μόνη ελπίδα να ξεματιαστεί, ήταν να την στεφανωθεί. Αλλά αυτό οπωσδήποτε ήταν αδύνατο, γιατί οι ανεράδες ήταν άπιαστες μάγισσες και πως για να χάσουν τα μάγια τους θα έπρεπε πρώτα να αιχμαλωτιστούν και να εκτεθούν άπλετα στο φως της ημέρας και να λουστούν στις ακτίνες του ήλιου.
Έκατσε το βοσκόπουλο και σκέφτηκε καλά τι να κάμει, και αποφάσισε να παραμονέψει και να αιχμαλωτίσει την αγαπημένη του. Ήξερε πως ήταν δύσκολο, και πως χρειαζόταν πονηριά.
Έκαμε λοιπόν τα σχέδια του, και τα έβαλε σε εφαρμογή. Παραμόνεψε πολλές νύχτες κρυμμένος δίπλα στη μικρή λίμνη, και οπλισμένος με υπομονή από την πολλή αγάπη που είχε μέσα του, άντεξε αγόγγυστα το πολυήμερο καρτέρι που έστησε.
Πέρασαν μέρες και οι νεράιδες δεν φαίνονταν. Σκέφτηκε ότι θα βρήκαν άλλες λίμνες ομορφότερες, αλλά ήταν σίγουρος, κάποτε θα τις βαριόντουσαν και θα επέστρεφαν πίσω.
Πέρασαν κι άλλες μέρες, και ένα βράδυ κοντά στα μεσάνυχτα, άκουσε τα γέλια πάλαι  να γεμίζουν με όμορφους μουσικούς ήχους τη φεγγαρόλουστη νύχτα. Ήξερε ότι η προσμονή του τέλειωσε, εκείνη τη νύχτα θα την έκανε δική του.
Όταν οι νεράιδες μέσα στη λίμνη άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν, μόλις η αγαπημένη του στάθηκε σε ένα συγκεκριμένο σημείο, τράβηξε το δίχτυ που είχε στήσει πάνω στα κλαριά του ευκαλύπτου που απλώνονταν πάνω από τη λίμνη, και αιχμαλώτισε την καλή του. Σαν το ψάρι σπαρταρούσε η καημένη, και φώναζε βοήθεια. Μα το βοσκόπουλο αποφασισμένο, φανερώθηκε και φωνάζοντας δυνατά, φόβισε τις άλλες νεράιδες που έφυγαν μακριά χωρίς να μείνουν να την βοηθήσουν
Έμεινε να την κοιτάζει στο σπαρτάρισμα και στο φόβο της και να τη λυπάται, όμως με σφιγμένη την καρδιά περίμενε μέχρι που ο Ήλιος ανέτειλε και οι αχτίνες του έλουσαν την μάγισσα νεράιδα.
Και αμέσως αυτή ημέρεψε, έχασε τα μάγια της και έμεινε μια απλή κοπέλα χωρίς μαγικές ιδιότητες.
Χαρούμενο το βοσκόπουλο έσκυψε και την απελευθέρωσε, την αγκάλιασε και της είπε να μην φοβάται γιατί αυτός θα την προστατεύσει.
Την πήρε μαζί του και την παντρεύτηκε. Από εκείνο τον καιρό, όλα του πήγαν δεξιά, γιατί καθώς φαίνεται η μαγική αύρα που περιέβαλλε την καλή του σύζυγο, δεν την εγκατέλειψε. Απέκτησε πλούτη και περιουσία, και έγινε άρχοντας. Και η ευτυχία του συμπληρώθηκε καθώς απόκτησε με την καλή του και μια όμορφη κόρη που την ονόμασαν Μαργαρινή.
Και ο καιρός περνούσε, και ο κάθε χρόνος ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο. Το βοσκόπουλο έγινε μεγάλος βοσκός, απέκτησε πολλά πρόβατα και κτήματα και χρήματα, και είχε μεγάλη ευτυχία έχοντας δίπλα του τις δυο αγαπημένες του. Και μέσα σε όλη αυτή τη χαρά, σκέφτηκε πως θα ήταν καλά να αγοράσει τον κάμπο στον Καπυρό, ώστε να προσφέρει λίγη χαρά στην αγαπημένη του σύζυγο, που από τον καιρό που την παντρεύτηκε έμεινε μελαγχολική και αγέλαστη. Σκέφτηκε πως αν μετακόμιζαν εκεί στους γνώριμους τόπους, θα ξαναέβρισκε τη χαρά της.
Αυτό έκαμε λοιπόν, αλλά αντί ο παλιός γνώριμος τόπος να αρέσει στη σύζυγο του, άρεσε στην κόρη του την Μαργαρινή, και όπως κάτι βαθύ να την συνέδεε μαζί του, καθημερινά έκανε τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να έβγαιναν οι ανεράδες να την έπαιρναν μαζί τους.
Ώσπου κάποια μέρα κοντά στα μεσάνυχτα τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη.

Το φεγγάρι που ήταν ολόγιομο και οι αχτίδες του διαπερνούσαν τα πυκνά πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων και φώτιζαν τη λίμνη, για μια στιγμή φώτισαν  μια όμορφη νεράιδα να βγαίνει από τα νερά και να γνέφει στην όμορφη κόρη να πάει κοντά της. Η Μαργαρινή πήγε κοντα  της, και σε λίγο μαζί με άλλες ανεράδες που βγήκαν από το νερό, έστησαν χορό ως το ξημέρωμα, και λίγο πριν βγει ο ήλιος, όλες μαζί με γέλια και τραγούδια με την όμορφη Μαργαρινή χαμογελαστή ανάμεσα τους, χάθηκαν μέσα στα βάθη της λίμνης…

ΑΝΕΡΑΔΑ Η ΜΑΡΓΑΡΙΝΗ
Οι άνθρωποι συνήθως είναι προληπτικοί, και πιστεύουν σε δοξασίες και φοβούνται τις
ανεράδες και τα φαντάσματα. Τα παλαιότερα χρόνια επηρεάζονταν περισσότερο από σήμερα, καθώς το μεγαλύτερο μέρος ένεκα της φτώχειας που επικρατούσε, δεν είχε πρόσβαση στη μόρφωση.
Η λαϊκή παράδοση δημιούργησε μύθους και ιστορίες για Ανεράδες και Νηριείδες, τις λεγόμενες Νεράιδες, ή άλλως τις καλές κυράδες. Που τις λέγανε παλιά Νηρηίδες, ύστερα νεράιδες, σήμερα Ανεράδες, δηλαδή γυναίκες ανέραστες.Οι ανεράδες είναι κόρες λεπτές, ψηλές και όμορφες, που συχνάζουν σε μυστηριώδεις τόπους, καθώς μέσα σε θάλασσες και λίμνες.
Στα παλιά χρόνια ήταν μια όμορφη κόρη ενός πλούσιου τσιφλικά που την έλεγαν Μαργαρινή. Ήταν λυγερόκορμη και πανέμορφη, άλλη σαν κι αυτήν δεν υπήρχε σε όλο τον τόπο. Ρηγόπουλα και πριγκιπόπουλα την ζητούσαν σε γάμο, αλλά αυτή δεν ήθελε κανένα, και δεν είχε στο μυαλό παντρειά. Είχε άλλα ενδιαφέροντα, αλλά περισσότερο της άρεσε να γυρνά στην πλάση, και ειδικότερα σε τόπους με τρεξιμιά νερά, με ποταμάκια και λίμνες και άγρια βλάστηση. Ζούσε στο μεγάλο σπίτι του πατέρα της με δούλες να την υπηρετούν, και τεράστιους κήπους που έφτιαξε γι αυτήν ο πατέρας της καθώς την έβλεπε πόση αγάπη είχε για τη φύση. Είχε με λίγα λόγια όλες τις ανέσεις, και ότι άλλο επιθυμούσε.
Όμως παρ όλα αυτά, δεν ήταν ευχαριστημένη. Ευχαριστιόταν μόνο όταν με την δούλα έβγαιναν περίπατο και τα βήματα της ασυναίσθητα την οδηγούσαν έξω από το χωριό, σ ένα τόπο όμορφο καταπράσινο με ψηλά δένδρα, μια καταπράσινη μικρή όαση μέσα στον κατάξερο κάμπο που τον περιέβαλλε, όπου μέσα μια μικρούλα λίμνη που σχηματιζόταν από νερό που ανέβλυζε από ένα λαγούμι, έδινε περίσσια ομορφιά στο τοπίο. Γι αυτή τη λίμνη λέγονταν ιστορίες ότι ύστερα από τα μεσάνυχτα, κάποτε, έβγαιναν Ανεράδες και χόρευαν, κι αν υπήρχαν νιές κοπέλες εκεί, τις παράσερναν στο χορό, και όταν κουράζονταν, έπεφταν στη λίμνη παίρνοντας τες μαζί τους.
Αυτός λοιπόν ο τόπος άρεσε πολύ στη Μαργαρινή όπως κάτι υποσυνείδητο να την συνέδεε μαζί του, κάτι βαθύ και άγνωστο, μια αγάπη βαθιά που την έλκυε και την έδενε με το μέρος.
Καθημερινά από μικρούλα έκανε τον περίπατο της εκεί. Καθόταν δίπλα στα γάργαρα νερά κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δένδρων και κοίταζε το νερό σαν μαγεμένη, και έλπιζε να έβγαιναν οι ανεράδες να την έπαιρναν μαζί τους.
Ώσπου μια μέρα κοντά στα μεσάνυχτα, τα βήματα της την οδήγησαν και πάλιν στη λίμνη. Το φεγγάρι που ήταν ολόγιομο και οι αχτίδες του διαπερνούσαν τα πυκνά πλατιά φύλλα των ευκαλύπτων και φώτιζαν τη λίμνη, για μια στιγμή φώτισαν  μια όμορφη ανεράδα να βγαίνει από τα νερά και να γνέφει στην όμορφη κόρη να πάει κοντά της. Η Μαργαρινή πήγε προς το μέρος της, και σε λίγο μαζί με άλλες ανεράδες που βγήκαν από το νερό, έστησαν χορό μέσα στη λίμνη ως το ξημέρωμα, και λίγο πριν βγει ο ήλιος, όλες μαζί με γέλια και τραγούδια με την όμορφη Μαργαρινή χαμογελαστή ανάμεσα τους, χάθηκαν μέσα στα βάθη της λίμνης…
Με το ξημέρωμα της μέρας όταν ανακάλυψαν την εξαφάνιση της, άρχισαν όλοι να την ψάχνουν, μα άδικα. Έψαχναν μέρες, μα τίποτα. Θλίψη πλάκωσε στο μεγάλο σπίτι, και ανείπωτο μαράζι σπάραζε την καρδιά των γονιών της που μέσα τους ήξεραν πως δεν είχαν ελπίδα καθώς γνώριζαν τι είχε συμβεί.
Απαρηγόρητος ο πατέρας της έριχνε τo φταίξιμο πάνω του, γιατί ήξερε πως ο χαμός της ήταν τιμωρία για τον ίδιο, για πράξεις παλιές δικέςς του, όταν αγνοώντας τους φυσικούς νόμους, στράφηκε  ενάντια στη φύση των Ανεράιδων.
Έφερε στο μυαλό του κάποιον παλιό καιρό σε εκείνο τον καταπράσινο κάμπο με τη μικρή λιμνούλα, που εξελίχτηκε η δική του ιστορία αγάπης. Μέσα σε εκείνη τη λιμνούλα πρωτόειδε μια όμορφη νεράιδα, τη μάνα της κόρης του, που κεραυνοβόλα την αγάπησε και βίαια την αιχμαλώτισε και την παντρεύτηκε.
Τώρα λοιπόν, οι κακές νεράιδες τον εκδικήθηκαν. Μάγεψαν την όμορφη κόρη του και
την κάλεσαν κοντά τους. Και η ίδια σαν απόγονος τους, με χαρά έτρεξε κοντά τους
χωρίς να λυπηθεί τον πατέρα της και τη μάνα της καθώς ήταν μάγισσα νεράιδα που
μέσα στην καρδιά της δεν χωρούσε λύπη και αγάπη.
Εκείνος ο τόπος ήταν καταπράσινος όπως μια όαση σε έρημο και ονομαζόταν Καπυρός. Ήταν μια περιοχή λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα που έσβηνε στα ριζά των υψωμάτων όπου πάνω τους ήταν κτισμένο το χωριό της Χλώρακας. Ονομαζόταν Καπυρός γιατί εκεί που τέλειωνε ο κάμπος και αρχίνιζε το οροπέδιο που πάνω ήταν κτισμένο το χωριό, οι γκρεμμοί αποτελούνταν από πλατιές λίες πέτρες, και όταν πάνω τους χτυπούσε ο ήλιος την ώρα που έγερνε να δύσει, αντανακλούσε και παρήγαγε μεγάλες θερμοκρασίες, και αφόρητη πυρά (ζέστη), εξ ου το όνομα κα-πυρός.
Και περνούσε ο καιρός, το αρχοντικό ντύθηκε στα μαύρα, κανείς δεν γελούσε, και μια κατήφεια σιωπής και νεκρικής σιγής, φόρτιζε την ατμόσφαιρα κάνοντας τα όλα μουντά και άραχνα. Και καθημερινά ο λυπημένος πατέρας ξενυχτούσε δίπλα στη λίμνη κλαίγοντας και περιμένοντες τις ανεράδες να εμφανιστούν, για να τις παρακαλέσει να του δώσουν πίσω την κόρη του.
Και μια νύχτα μεσάνυχτα με το φεγγάρι ολόγιομο, βγήκαν οι ανεράδες και έστησαν χορό μέσα στα νερά της λίμνης. Και είδε ανάμεσα τους την κόρη του πιο όμορφη απ όλες να λάμπει από χαρά και να χορεύει ξένοιαστα και ευτυχισμένα μαζί τους.

Τότε κατάλαβε πως η κόρη του ήταν μια πραγματική νεράιδα που ήταν περισσότερο ευτυχισμένη στο φυσικό της περιβάλλον παρά μαζί του, και πώς όλη του την αγάπη και όλα τα πλούτη του κόσμου να της έδινε, δεν θα την έκαναν περισσότερο ευτυχισμένη. Σκέφτηκε πως εκεί έπρεπε να την αφήσει, εκεί όπου πραγματικά ένιωθε ευτυχισμένη. 

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΕΖΟΥ
Σε γραπτά κείμενα περί θρύλων και δοξασιών, δεν αναφέρεται οτηδήποτε για τη σπηλιά του δράκου στη Χλώρακα, αλλά οι γεροντότεροι την ενθυμούνται και ως πρότινος την γώριζαν ως ένα λαγούμι μέσα στη γη που ανέβλυζε νερό, ενώ οι νεότεροι το γνωρίζαμε ως Αγίασμα του Αρχάγγελου, ή το νερό του Μαρτέζου. Ο Μαρτέζος ήταν ο ιδιοκτήτης της γης που μέσα ευρισκόταν το αγλιασμα. Το πρότερο όνομα ως σπηλιά του Δράκου, λέγεται πως ο πήρε από ένα δράκο φύλακα, φρουρό ενός αμύθητου θησαυρού που υπήρχε μέσα στη σπηλιά.
Η Σπηλιά του Δράκου ήταν στο βάθος ενός γκρεμμού σε απόσταση λίγων μέτρων νότια από το παρεκκλήσιο του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Ήταν ένα υπόγειο λαγούμι που χανόταν στα βάθη της γης. Το νερό ανέβλυζε και έτρεχε μέσα σε μια λίμνη σκαμμένη μέσα στη γη που υπερχίληζε, και συνέχιζε το δρόμο του μέχρι τη θάλασσα, αφου προηγουμένως γέμιζε άλλες μικρές λίμνες που έφτιαξαν οι άνθρωποι και πότιζαν τα χωράφια.
Πριν αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη, όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, και οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και πηγάδια και πηγές, και  οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τους τόπους τους και έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να αγοράσουν λίγη τροφή για τα ζώα και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που πολλοι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, και οι μεν στρέφονταν εναντίον των δε.
Μέσα σ αυτή την αναμπουμπούλα, ενας φαμελιάρης, οδήγησε την οικογένεια του στα μέρη του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, γιατί μια νύχτα είδε στ όνειρο του, πως εκεί υπήρχε νερό. Έψαξαν εξωνυχιστικά ολη την περιοχη, και μεσα σε μια χαραμάδα ενός γκρεμμού, είδαν βλάστηση ολοπάσινη, σημάδι πως εκεί, σ αυτή τη γη, υπήρχε νερό. Στρώθηκαν στη δουλειά και με πολλή κόπο έσκαψαν ένα λαγούμι. Και βρήκαν νερό. Και όσο συνέχιζαν να σκάβουν, εύρισκαν κι άλλο. Εν τέλει το έσκαψαν πολύ βαθιά μέσα στη γη και βρήκαν αστείρευτο νερρό. Εγκαταστάθηκαν εκεί, οργανώθηκαν, φύτεψαν τη γη και με τον καιρο δημιουργησαν ένα μικρό συνικισμό.
Ο καιρός περνούσε, και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε ολόκληρη την Κύπρο υπέφερε, διψούσε και πεινούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλή δυσκολία. Πολεμούσαν μεταξύ τους για μια σταλαγματιά νερό, και ο ένας φόνευε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς, και είχε καταντήσει ολόκληρη η ύπαιθρος γεμάτη παράνομους και ληστές. Ήταν μια παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, και όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και ερήμωσαν.
Στο μικρό συνοικισμό όμως κανείς δεν ένιωθε δίψα ή πείνα, καθώς είχαν νερό και καλλιεργούσαν τα χωράφια που ήταν απλωμένα γύρω από το λαγούμι. Οι άνθρωποι πρόκοψαν, έκτισαν σπίτια και εφτιαξαν νόμους. Ο γέρο φαμελιαρης οργάνωσε καλά τους ανθρώπους, ώστε να μπορούν να αντισταθούν σε περίπτωση επίθεσης. Οχύρωσαν τα σπίτια, και ένας φρουρός συνεχώς στεκόταν στην κορφή του γκρεμού προσέχοντας από εχθρούς.
Μια φορά όμως, κακοί ληστές που στο διάβα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές, και φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, στο πέρασμα τους ανακάλυψαν τον όμορφο συνοικισμό, και παραφυλάσσοντας τους έπιασαν στον ύπνο. Τους σκότωσαν όλους. Βίασαν τις γυναίκες, έσφαξαν τα παιδιά και κρέμασαν τον γέρο αρχηγό σε μια μεγάλη τρεμιθιά. Και τους άρεσε το τόπος τόσο πολύ, που αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.
Μα από τη φρίκη της σφαγής, γλίτωσε μια κορούλα με τον μικρό της αδερφό που κρυμμένοι μέσα σε ένα θάμνο, γεμάτοι φόβο παρακολούθησαν τις επαίσχυντες πράξεις των βάρβαρων λησών. Χωρίς μιλιά να μην ακουστούν, κατάφεραν να μείνουν απαρατήρητοι, και όταν το σκοτάδι της νύχτας έπεσε πηχτό, διέφυγαν και κρύφτηκαν  ψηλά στο Μελισσόβουνο, εκεί που ύστερα από χρόνια, έκτισε την κατακόμβη του ο Άγιος Νεόφυτος. Έζησαν πολλά χρόνια μέα στον άγριο τόπο, ανάμεσα σε άγρια ζώα, και αυτοι σαν άγρια ζώα, και κατάφεραν να επιβιώσουν. 
Για να επιβιώσουν αναγκάζονταν και αυτοί να κλέβουν, έτσι σιγά με τον καιρό όταν μεγάλωσαν, ο μικρός απέχτησε τη φήμη ενός αδίστακτου ληστή.
Αλλά η φρίκη της σφαγής των δικών τους, έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό τους γραμμένη.
Το μικρόν παιδί ποτέ του δεν ξέχασε, και είχε πάρει όρκο μέσα του πως θα έπαιρνε εκδικηση. Ήταν ένας πόνος αβάσταχτος που του έκαιγε τα σωθικά, και δεν μπορούσε να ξεχάσει. Είδε εμπρός του να κατακρεουργούν τους γονείς του και τους φίλους του, και απάνθρωπα να τους σκοτώνουν, πως μπορούσε λοιπόν να ξεχάσει; Όσο ο καιρός περνούσε δεν μπορούσε καθόλου να ξεχάσει, παρά μόνον όλο και περισσότερο μέσα του θέριευε το μίσος. Ήθελε οπωσδήποτε να εκδικηθεί, το είχε πάρει απόφαση, πως δεν θα άφηνε κανένα ζωντανό. Απλώς περίμενε καρτερικά να μεγαλώσει τόσο, όσο να δύναται να τους νικήσει…
Όταν ήρθε ο καιρός, κατέβηκε από το βουνό και την κρυψώνα του, και καθώς καλά γνώριζε την χαμηλή περιοχή αφού εκεί γεννήθηκε, στήνοντας καραούλι πότε εδώ, πότε εκει, ένα-ένα άρχισε να τους σκοτώνει. Τρόμος επικράτησε ανάμεσα στους ληστές, αλλά δεν μπορούσαν να τον βρουν να τον πολεμήσουν, δεν μπορούσαν να του αντισταθούν, καθώς τους σκότωνε καλά κρυμμένος και χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε κατάπληκτο όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νιές, έγκυες ή γριές, ούτε για μικρά παιδιά εν λυπήθηκε, ούτε ανήμπορους και ανυπεράσπιστους γέρους. Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη τη σπηλιά που έτρεχε το νερό, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.
Η σφαγή ήταν μεγάλη και το μακελειό τόσο, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για ένα δράκο που κατοικούσε εκεί, εννοώντας ίσως τον φοβερό ληστή που έσφαξε όλους τους κατοίκους.

Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα, ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν πολλές τρεμιθιές και δρύες, ενώ πολλοι κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους τάφους που είχαν μέσα πλούσια κτερίσματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφου πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών…

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΙΝΑΣ
Αγιά Μαρίνα τσιαι τσιυρά που ποτσιοιμίζεις τα μωρά
ποτσιοίμιστο μωρούϊ μου τσιαι το μιτσικουρούϊ μου
επαρτο πέρα γύριστο τσιαι πάλε στράφου φέρμου το
τσιαι πάλε στράφου φέρμου το γιατί ενμωρό τσιαι θέλω το
έπαρτο πέρα των περών, τσιει πόσιει καθαρό νερό
να πλύνει τα ρουχούθκια του τσιαι τα πουκαμισούθκια του
να κάμει νάννι, νάννι του τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του
τσιαι έσιει δουλειές η μάνα του, να κάμει νάννι, νάννι του
να κάμει νάννι, νάννι του, να κάμει νάννι, νάννι του
Εκεί που τελειώνει η Χλώρακα και αρχίζει η Λέμπα το χωριό, ο μύθος λέγει πως υπάρχει η σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας γεμάτη από χρυσάφι και αμύθητους θησαυρούς καλά σκεπασμένη μέσα στη γη, και καλά προφυλαγμένη κανένας να μην την βρει. Λέγει ο μύθος πως, κάθε εφτά χρόνια ανοίγει για λίγες στιγμές η γη, και η σπηλιά φανερώνεται μεγαλόπρεπη γεμάτη λαμπερό και φεγγοβόλο χρυσάφι που ζαλίζει τα ματιά.
Λέγει ο μύθος πως, μια βαριά κατάρα την προφυλάσσει και όποιος την πρώτος την αντικρύσει, πεθαίνει αμέσως. Λέγει ακόμα ο μύθος πως, θα φανερωθεί σε χρόνια και καιρούς μόνο με το θέλημα του Θεού, όταν η ίδια η Αγία το θελήσει, καθώς έχει ταγμένο τον θησαυρό να χρησιμοποιηθεί όταν έρθει η ώρα για να λευτερωθεί η εάλω πόλη.
Κάποτε πριν χρόνια και καιρούς, στον ίδιο τόπο είχε τον πύργο του ένας άρχοντας Σαρακηνός που διαφέντευε όλη την περιοχή. Ήρθε με ένα πλοίο μια φορά, και αντικρίζοντας τον όμορφο τόπο τον αγάπησε και εγκαταστάθηκε για πάντα. Αγάπησε τους ανθρώπους, αγάπησε και μια όμορφη κοπέλα, και την παντρεύτηκε.
Όταν έκαμαν ένα παιδί, γέμισε το σπίτι τους χαρά και ευτυχία. Και ήταν τόση η ευτυχία τους που γέμιζε την καρδιά τους καλοσύνη, ώστε με πολλή αγάπη συμπεριφέρονταν στους δούλους του και στους άλλους φτωχούς ανθρώπους γύρω τους. 
Ώσπου μια μέρα, το μονάκριβο παιδί τους άρχισε να κλαίει νύχτα και μέρα χωρίς σταματημό, σάμπως να είχε ένα μεγάλο πόνο που το βασάνιζε. Το γύρεψαν σε γιατρούς και μάγους, σε μουφτήδες και παπάδες, αλλά περνούσε ο καιρός και το μικρό παιδί γιατριά δεν έβρισκε.
Ώσπου μια ευλογημένη μέρα, μια καλογραία περαστική που ζήτησε νερό να πιει. Ο άρχοντας τη φιλοξένησε και την περιποιήθηκε. Και αυτή αφού γνώρισε τον πόνο που είχε στην καρδιά, του είπε πως θα βοηθήσει και με τη χάρη της Αγίας Μαρίνας, θα γιάνησκε το μικρό μωρό..
Εγκαταστάθηκε στο πλούσιο σπίτι και με τις ώρες σιμά στην κούνια νανούριζε το μωρό με το τραγούδι της Αγιάς Μαρίνας. Το μωρό άκουγε το τραγούδι και σταματούσε να κλαίει, και αποκοιμιόταν. Και έγινε καλά, και η ευτυχία ξαναγέμισε το σπιτικό του άρχοντα.
Μα σαν πέρασε λίγος καιρός και το παιδί έγιανε, η καλή Καλογριά είπε να φύγει. Μα ο άρχοντας την ήθελε κοντά του, γι αυτό την παρακάλεσε να μείνει μαζί τους, και της έταξε μια εκκλησιά να λειτουργείται. Και έτσι έγινε, ακόμα ο Άρχοντας που πίστεψε πως έγινε θαύμα, βαφτίστηκε Χριστιανός
Το θαύμα διαδόθηκε και το εκκλησάκι της Αγιάς Μαρίνας που έκτισε έγινε γνωστό στην οικούμενη, και πλήθη πιστών που είχαν πρόβλημα με τα μωρά τους έτρεχαν να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν.
Από εκείνο τον καιρό όλα πήγαιναν δεξιά στον άρχοντα, και τα πλούτη από τα τάματα των πιστών μαζεύονταν και δεν τα χωρούσε το μικρό εκκλησάκι. Έκτισε λοιπόν ένα μεγάλο κτίριο μέσα στη γη ίδιο θησαυροφυλάκιο,.και όλα του τα πλούτη καθώς και τάματα της Αγίας, τα έβαζε μέσα. Φύλακα και θησαυροφύλακα, όρισε την καλή καλογριά που με πολλή αγάπη φρόντιζε την οικογένεια και την εκκλησιά.
Τα χρόνια πέρασαν, ο άρχοντας πέθανε, το παιδί μεγάλωσε, πέρασε κι άλλος καιρός, πέθανε και αυτός. Να μην τα πολύ ιστορώ, έζησαν τρεις γενιές απόγονοι και βάλε, η Καλογριά χωρίς καθόλου να γερνά ζούσε μαζί τους, και φύλαγε τα υπάρχοντα τους μέσα στη σπηλιά που είχε ξεχαστεί απ όλους.
Μια φορά λίγο καιρό πριν το μεγάλο σεισμό  το 1347, ένας από τους απογόνους αρρώστησε βαριά, και η καλογραιά, είδε στον ύπνο της την Αγία Μαρίνα να την προστάζει να σφραγίσει τη σπηλιά τη γεμάτη χρυσάφι και να την αφήσει τάμα σε αυτήν παντοτινά, Έτσι έκαμε, και το παιδί έγινε καλά.
 Όμως η φανέρωση της Αγιάς Μαρίνας δεν ήταν τυχαία, καθώς εκείνη τη χρονιά ένας μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα, που ισοπέδωσε τα πάντα, και ταυτόχρονα ένα φοβερό μεγάλο τσουνάμι σηκώθηκε και έσπρωξε ένα μεγάλο παλιρροιακό κύμα που σκέπασε όλη τη χαμηλή γη.   
Η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας και το τσιφλίκι των αρχόντων χάθηκαν για πάντα, και όλοι οι κάτοικοι της χαμηλής γης πέθαναν από το σεισμό, και από το μεγάλο κύμα της θάλασσας. Και όσοι λίγοι έζησαν, οι περισσότεροι πέθαναν και αυτοί από το μαύρο θάνατο την πανούκλα, που ακολουθώντας μια θανατερή πορεία αφάνισε τον μισό πληθυσμό της Κύπρου.
Ήταν μια φοβερή καταστροφή που συνέβηκε ένα ζεστό καλοκαίρι του 1347, που ο σεισμός κατάστρεψε τα πάντα, το παλιρροιακό κύμα σκέπασε όλη την παραλιακή γη, και κατέστρεψε ολοσχερώς όλες τις φυτείες και τα κτίρια.

Το μεγάλο κύμα έφτασε μέχρι τα υψώματα, και υποχωρώντας δεν άφησε τίποτα, τα σάρωσε όλα από προσώπου γης. Από τότε έμεινε ο θρύλος της χρυσής σπηλιάς που είναι καλά κρυμμένη μέχρι το πλήρωμα του χρόνου, όπως έταξε ο θεός και η Αγιά Μαρίνα.

Η ΧΡΥΣΗ ΣΠΗΛΙΑ
Ο Οθωνής της Ελεγγούς είχε γυρισμένα τα ποϊνάρκα του παντελονιού ως τα γόνατα και με τα πόδια ξυπόλυτα πατημένα μέσα στις λάσπες και κρατώντας σφικτά τη τσάπα, γύριζε τις δισιές. Το νερό κυλούσε στα αυλάκια και πότιζε τα κατεβατά με τα κόκκινα παντζάρια που βλάσταιναν σπαρμένα στο μεγάλο χωράφι. Στο κεφάλι φορούσε ένα παλιό ψάθινο καπέλο που του έκοβε τον ήλιο και τον προστάτευε από τις κοφτερές αχτίνες, ενώ στο λαιμό είχε δεμένο ένα μαντήλι που κάθε λίγο το βουτούσε και το έβρεχε για να τον δροσίζει.
Η κάψα του καλοκαιριού έσμιγε με το νοτιά της αλμύρας που έβγαινε από τη θάλασσα δημιουργώντας μια αφόρητη υγρασία που θόλωνε την ατμόσφαιρα και δημιουργούσε ένα αραιό πούσι.
Ετυχώς, σκέφτηκε, ο ήλιος που έγερνε να δύσει κάνοντας τη θάλασσα να λαμπιρίζει και να γυαλίζει, θα επαιρνε μαζι του όλη την αφόρητη κάψα εκείνης της μέρας, αφήνοντας τόπο στη νυχτερινή δροσιά να την αντικαταστήσει…
Τέλειωσε το πότισμα και ξέζεψε το γαϊδούρι από το αλακάτι. Του έβαλε την μουτταρκά και το σειήνιασε στον όχτο του χωραφιού με τον κιτρινισμένο φαρρά από κουτσούλλες κριθαριού. Αποφάσισε να αφήσει το ζώο να βοσκήσει, και αυτός θα επέστρεφε στο χωριό περπατητός. Τέτοιες ώρες τις απολάμβανε και τις ευχαριστιόταν, όταν έγερνε ο ήλιος να δύσει και αυτός έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού.
Εκείνη τη μέρα λοξοδρόμησε, πήρε το παραλιακό μονοπάτι που οδηγούσε στο Κοτσιά, ένα κόλπο που εκεί ξέβραζε η θάλασσα μεγάλες σανίδες ή βαρέλια, και ότι άλλο πετούσαν στη θάλασσα τα πλοία που περνούσαν. Το συνήθιζε αυτό το δρομολόγιο, γιατί μετά από κάθε τρικύμία, τα κύματα ξέβραζαν λαττάδες (μεγάλες σανίδες) που ήταν πολύ χρήσιμες εκείνους τους δύσκολους φτωχικούς καιρούς.
Δεν βρήκε τίποτα, και πριν ο ήλιος τελείως γύρει, βιαστικά ξεκίνησε για το χωριό, πριν τον προλάβει το σκοτάδι.
Διασχίζοντας τα σπαρμένα χωράφια, έβαλε σημάδι να βγεί στους Κλούνους, μια καταπράσινη κοιλάδα από άγρια βλάστηση που απλώνόταν κάτω από ένα ψηλό γκρεμμό, και όπου λίγο πιο πέρα ήταν το σπίτι του. Ήταν στο έμπα του χωριού, και στα σύνορα με το Τούρκικο χωριό της Λέμπας, δίπλα στο μικρό εκκλησάκι της Αγιάς Μαρίνας.
Τα θάμνα και τα βάτα βλάσταιναν τόσο πυκνά, που άνθρωπος δεν μπορούσε να περάσει ανάμεσα τους. Ήταν μια περιοχή περίσσιας ομορφιάς γεμάτη από φυσική άγρια βλάστηση, αλλά γεμάτη φίδια και αλεπούδες.
Όταν κόντεψε εκεί, ο Οθωνής είδε ένα μεγάλο φώς να βγαίνει μέσα από την πυκνή βλάστηση, και να φέγγει περισσότερο την ημέρα που σκοτείνιαζε καθώς ο ήλιος έγερνε να δύσει. Γεμάτος περιέργεια προχώρησε και άνοιξε δρόμο με το ραβδί του ανάμεσα στα πυκνά βάτα. Με πολλή δυσκολία κατάφερε να πάει κοντά, και έκπληκτος είδε το εκτυφλωτικό φως να βγαίνει από το στόμιο μιας σπηλιάς. Μπήκε μέσα, και είδε πως το φως ήταν η αντανάκλαση του ήλιου που δύοντας έριχνε τις ακτίνες του σε ένα μεγάλο σωρό από χρυσάφι. 
Μονομιάς κατάλαβε. Ήταν η χρυσή σπηλιά της Αγιάς Μαρίνας. Ήταν τα αμύθητα πλούτη για τα οποία έλεγαν οι τοπικοί θρύλοι. Το ξάφνιασμα του ήταν μεγάλο, και εμβρόντητος κοίταζε χωρίς να είναι σίγουρος αν όσα έβλεπε ήταν πραγματικά, ή αν ήταν της φαντασίας του που κάλπαζε επηρεασμένη από όσα είχε ακούσει για τη χρυσή σπηλιά.
Όμως, ήταν αλήθεια, και αυτό το κατάλαβε όταν δυστηχώς πλέον ήταν αργά. Ένιωσε μια ζαλάδα, και το νου του να γυρίζει. Το στομάχι του ανακατώθηκε, και τα μέλη του κορμιού του άρχισαν να παραλύουν.
Με φόβο κατάλαβε πως τον έζωνε μια θανατερή αύρα, που ήταν διάχυτη μέσα στη σπηλιά. Ένιωσε να αναριγά και να αρρωσταίνει, και να πεθαίνει. Είχε αναπνεύσει τον πεθαμένο αέρα, τώρα, θα πέθαινε κι αυτός, καθώς ο θρύλος έλεγε για την κατάρα του σπηλαίου της Αγιάς Μαρίνας.
Με δυσκολία έσυρε τα βήματα του και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα. Με περισσότερη δυσκολία καθώς όσο περνούσε η ώρα και περισσότερο το κορμί του δηλητηριαζόταν, κατάφερε σιγά-σιγά να φτάσει στο σπίτι του.
Έπεσε στο κρεβάτι χλωμός και πολύ άρρωστος. Το δέρμα του έσπασε και άνοιξε. Έγινε όλο του το κορμί μια ανοιχτή κίτρινη πληγή. Η γυναίκα του η Ελεγγού και οι συγγενείς του έφεραν τον μοναδικό γιατρό της περιοχής τον Χρίστο Κουφό, αλλά τίποτα δεν μπόρεσε να κάμει. Αφού τον εξέτασε καλά, αποφάνθηκε πως γρήγορα θα πέθαινε, γιατί στο κορμί του μέσα δεν είχε απομείνει καθόλου αίμα.

Άντεξε μόνο τρεις ημέρες. Το κορμί του κιτρίνισε, το δέρμα του έλιωσε, και πέθανε μέσα σε ένα παραμιλητό που κανείς δεν μπόρεσε να καταλάβει τι έλεγε, έτσι κανείς δεν έμαθε πως βρήκε τη χρυσή σπηλιά, όμως ολονών ο νους, αυτό ακριβώς κατάλαβε.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ
Ένα καλοκαιρινό δείλη όταν ο ήλιος έδυε στον κοντινό ορίζοντα της θάλασσας της Χλώρακας, ενώ ο γέρο Αζίνας επέστρεφε από το καφενείο στο σπίτι του, είδε μια μεγάλη λάμψη ολόλαμπρη, να βγαίνει και να φωτίζει άπλετα το σύθαμπο του δειλινού, από ένα βαθούλωμα της γης στην τοποθεσία «Κλούνοι», κάτω από το δυτικό οροπέδιο που πάνω ήταν κτισμένο το χωριό της Χλώρακας.
Ήταν μια απίστευτα έκθαμβη λάμψη που θάμπωνε τα μάτια του και έφεγγε όπως τον ήλιο του μεσημεριού μέσα στο σύθαμπο του σκοταδιού που σιγά απλωνόταν, την ώρα που βουτούσε μέσα στη θάλασσα πέρα στον βαθύ ορίζοντα.
Ένιωσε μια εσωτερική έλξη να πηγάζει από εντός του και άγνωστες δυνάμεις παρορμητικά να τον οδηγούν προς το μέρος εκείνο, ενώ μια κατήφεια του παρέλυσε τη σκέψη χωρίς τίποτε άλλο να μπορεί να σκεφτεί. Έσυρε το βήμα του με βία, και σχεδόν τρέχοντας να προλάβει το κάλεμα της πύρινης φωτιάς σκουντουφλώντας σε πέτρες και άγριες σχοινιές που βλάσταιναν παντού, έφτασε στους Κλούνους και στάθηκε στην άκρια του γκρεμνού που από κάτω απλωνόταν κατάφυτη πυκνή άγρια βλάστηση, και από μέσα έβγαινε η μεγάλη έκθαμβη λάμψη. Μια χρυσή φωτιά, μια όμορφη και μαγευτική λάμψη που σαν μαγνήτης οδήγησε τα βήματα του εκεί.
Ήταν το αντανάκλεμα του ήλιου που έγερνε να δυσει, πάνω στο χρυσάφι που ήταν στιβαγμένο μέσα σε μια σπηλία, είπαν αργότερα οι άνθρωποι.
Κυριευμένος από άγνωστες ερινύες που τον καλούσαν, ήταν έτοιμος να δρασκελίσει τον γκρεμνό και να βουτήξει στο άπλετο φώς που διαχεόταν πανέμορφο στην ατμόσφαιρα, και να λουστεί στο χρυσαφένιο χάδι του φωτός, και μέσα εκεί, παντοτινά να μείνει.
Και ώ το θαύμα, όταν γερμένος έτοιμος μέσα στο κγρεμμό να γείρει να πέσει, δια μιας το φως έσβησε και χάθηκε το ίδιο απότομα όπως είχε εμφανιστεί. Και ξυπνώντας από το λήθαργο, μονομιάς τραβήχτηκε πίσω γλυτώνοντας την τελευταία στιγμή να πέσει να σκοτωθεί.
Έντρομος κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε καταλαβαίνοντας τί παρ ολίγο να έιχε κάμει, και με τα πόδια του να λυγίζουν από φόβο, γονάτισε και εκστατικός δόξασε το θεό που γλύτωσε.
Έμεινε κάτω στη γη πολλή ώρα ώσπου να συνέλθει, και προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο νους του πήγε σε συναφορές άλλων παλαιότερων γερόντων από αυτόν, που έλεγαν για το σπήλαιο της Αγίας Μαρίνας. Για ένα θεόρατο κτίριο γεμάτο χρυσάφι από τάματα στην θαυματουργή Αγία που είχαν κτίσει σαν εκκλησάκι της εκεί πιστοί Χριστιανοί, αλλά που θάφτηκε και χάθηκε μέσα στη γη κατά τον μεγάλο σεισμό του 1443. Και από τότες λένε οι άνθρωποι, στην περιοχή εκεί, στο τρίγωνο ανάμεσα της εκκλησιάς του Αγίου Στεφάνου της Λέμπας και της εκκλησιάς του Μιχαήλ Αρχάγγελου στη Χλώρακα, υπάρχει η σπηλιά αυτή μέσα στη γη, γεμάτη χρυσάφι αμύθητης  αξίας.
Και λέει η τοπική παράδοση, πως το χρυσάφι η Αγία Μαρίνα το έχει ταγμένο να χρησιμοποιηθεί σε χρόνια και καιρούς όταν θα έρθει η ώρα για το λευτέρωμα της Πόλης. Και όταν βρεθεί λένε, για να ξοδευτεί θα χρειαστεί αιώνες.
Ακόμα κάποιοι λένε πώς το στόμιο της σπηλιάς ανοίγει μια φορά κάθε εφτά χρόνια και παραμένει ανοιχτό μόνο στιγμές και αμέσως ξανακλείνει.
Και ο πρώτος που θα  προλάβει να μπει μέσα και να αντικρύσει το εσωτερικό της σπηλιάς, θα προλάβει να δει τα πλούτη, μα δεν θα το πει πουθενά, γιατί θα πεθάνει στη στιγμή. Είναι μια κατάρα που υπάρχει ώστε να προστατευτούν τα αμύθητα πλούτη στον αιώνα τον άπαντα, έως το πλήρωμα του χρόνου καθώς έτσι έταξε ο ίδιος ο Θεός.
Κάποιοι γέροντες ισχυρίζονται πως το χρυσό σπήλαιο δεν είναι γεμάτο με θησαυρούς της Αγίας Μαρίνας, αλλά μέσα ευρίσκεται η χρυσή άμαξα της Ρήγαινας των Παλαιοκάστρων που κυβερνούσε την Πάφο τα παλαιότερα χρόνια όπου Σαρακηνοί πειρατές κατέπλεαν στις ακτές για πλιάτσικο, την οποία οι κάτοικοι έκρυψαν για να μην την αρπάξουν λάφυρο οι οχτροί.
Ήταν μια χρονική περίοδος που οι κάτοικοι για να γλυτώνουν τις περιουσίες τους και τις ζωές τους από επιδρομείς, έκτιζαν τις καλύβες τους σε υψώματα και κατόπτευαν τη θάλασσα ώστε όταν έβλεπαν στα βάθη της να πλέουν πειρατές, έκρυβαν τα υπάρχοντα τους σε κρυψώνες και σπηλιές που είχαν έτοιμες γι αυτές τις περιπτώσεις.
Λίγο χαμηλότερα  από τους γκρεμμούς των Κλούνων κοντά στη θάλασσα, ήταν μια στράτα που οδηγούσε στα λουτρά της Αφροδίτης, που όπως λέει ο τοπικός μύθος την διάβαινε με τη χρυσή της άμαξα η Ρήγαινα καθώς και στα αρχαιότερα χρόνια η Θεά Αφροδίτη πηγαίνοντας στην Πόλη της Χρυσοχούς όπου λούζονταν στα ξακουστά ιαματικά λουτρά που βρίσκονται εκεί. Όταν μια μέρα η Ρήγαινα θεά Αφροδίτη περνούσε στη στράτα, φάνηκαν από τα πελάγη οι πειρατές να πλέουν προς τη ακτή της Χλώρακας, οπότε η βασίλισσα πρόσταξε τους χωρικούς να κρύψουν τη χρυσή αμαξά της για να μην την αρπάξουν οι Σαρακηνοί.
Την άμαξα την έκρυψαν σε μια σπηλιά και γλύτωσε, και ποτέ δεν ξαναβρέθηκε. Για αιώνες η φήμη αυτή κυκλοφορούσε στους ανθρώπους, και πολλοί πάσκισαν να την βρουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ακόμα μέχρι πρόσφατα στα τέλη του περασμένου αιώνα, κάποιοι Αρχαιολόγοι και κυνηγοί θησαυρών από τη Γερμανία, ήρθαν με σύγχρονα μηχανήματα και έψαξαν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Και έμεινε η ιστορία να διαδίδεται σαν θρύλος και όμορφο παραμύθι που λένε στα παιδιά.

Ο ΣΤΟΙΣΙΟΜΕΝΟΣ
Μια ιστορία παλιά λέει πως την εποχή της Ελληνικής επανάστασης που οι αγριότητες των Τούρκων ήσαν απερίγραπτες, το ίδιο και μερικοί Έλληνες στην προσπάθεια τους να αντισταθούν αλλά και να πάρουν εκδίκηση, αγρίεψαν και οι ίδιοι, έγιναν το ίδιο σκληροί και απάνθρωποι. Για έναν συγκεκριμένο  τοιούτου είδους Έλληνα, ένας παλιός παπάς της Χλώρακας εκείνης της εποχής, ο παπάγιαννης, μαρτύρησε μια ιστορία που από στόμα εις στόμα αμυδρώς έμεινε έως σήμερα, και σήμερα εγώ την αποτυπώνω στο χαρτί να μείνει παντοτινή.
Πολλοί Κύπριοι φιλόπατρεις μετέβησαν στην πατρίδα για να αγωνιστούν δίπλα στους αδερφούς Κλέφτες και Αρματωλούς την εποχή εκείνη. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πως πήραν μέρος σε πολλές μάχες δίπλα στους Έλληνες κατά την διάρκεια της επανάστασης. Τη δράση τους βεβαιώνουν τα πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Κατά την επιστροφή τους, μαζί ήρθαν και λίγοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Ένας που ήταν φίλος και σύντροφος του γνωστού Κύπριου αγωνιστή Γιάννη Πασαπόρτη από την Κοίλη της Πάφου που μετέβηκε ως εθελοντής και πολέμησε τους Τούρκους στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου, ήρθε με την ελπίδα να βρει ένα καινούργιο πόλεμο για να συνεχίσει τον αγώνα του εναντίον των τούρκων.
Μισούσε τους Τούρκους και τους πολέμησε βάναυσα, δεν τους λυπήθηκε, ούτε  τους χαρίστηκε. Τον ονόμαζαν Χασάπη καθώς με τη χαντζάρα τους έκοβε μικρά κομμάτια και τάιζε τους σκύλους. Και όταν πλέον δεν είχε άλλο πόλεμο εκεί, ήρθε εδώ, με την ελπίδα πως θα ξεκινούσε ένας καινούργιος απελευθερωτικός αγώνας. Ήθελε να βοηθήσει να λευτερωθεί η Κύπρος από τους άπιστους.
Στην Κύπρο όμως δεν υπήρξε ξεσηκωμός, δεν υπήρχε πόλεμος, ούτε αντάρτικο. Έτσι μη έχοντας τι να κάμει, γυρνούσε στα καφενεία και τα κρασοπολεία, τους αγρούς και τα χωριά  της Πάφου. Ήταν απόμακρος, φοβερός και είχε πρόσωπο αγριωπό, και λόγια λιγα. Οι απλοϊκοί χωρικοί γνώριζαν τη φήμη του και θέλοντας να έχουν την εύνοια του, του έδιναν φαγητό και χρήματα από το υστέρημα τους φοβούμενοι την δυσαρέσκεια του.
Έτσι περνούσε ο καιρός, απολάμβανε ο χασάπης μια καλή και αραχτή ζωή, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσει προς το ζειν. Ώσπου όμως κάποια φορά στις περιπλανήσεις του, στη Χλώρακα συνάντησε μια όμορφη κοπέλα που κεραυνοβόλα την ερωτεύτηκε με πάθος, και κατάλαβε πως θα ήταν καταλύτης για την επόμενη ζωή του. Τη ζήτησε σε γάμο, και οι γονιοί της του την έδωσαν με ευχές, καθώς ο φόβος που τους προκαλούσε ήταν μεγαλύτερος από την επιθυμία τους να του αρνηθούν.
Την παντρεύτηκε και νοικοκυρεύτηκε  σε ένα μικρό σπιτάκι. Η αγάπη του ημέρεψε την καρδιά και έγινε ανθρώπινος και προσιτός.  Άλλαξε και έγινε άλλος άνθρωπος. Άνοιξε ένα χασαπιό, και καθώς καλώς ήξερε να κόβει ανθρώπινες σάρκες, τώρα με πολλή μαεστρία πετσόκοβε τα σφαχτάρια ζώα.
Έγινε νοικοκύρης και με τον καιρό, όλοι ξέχασαν το κακόν του παρελθόν. Όσοι τον γνώρισαν πριν και μετά, έλεγαν για τη μεγάλη αλλαγή του χαρακτήρα του και της συμπεριφοράς του, τώρα έλεγαν γι αυτόν καλά λόγια.  ¨Ενα ναϊπι είχε μόνο, στην εκκλησία δεν πήγαινε, ούτε ακόμα τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και της Ανάστασης. Όλοι γνώριζαν πως είχε χάσει κάθε επαφή με το θεό, καθώς πολλές αποτρόπαιες πράξεις είχε κάμει τον καιρό του πολέμου. Μοναδικές φορές λοιπόν που πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας, ήταν για να παντρευτεί και όταν άλλοι τον πήραν σηκωτό για την κηδεία του.
Πέθανε λοιπόν ο χασάπης μια μέρα, όταν στα καλά καθούμενα τον πρόδωσε η καρδιά του. Ήταν ένας θάνατος ξαφνικός χωρίς να αρρωστήσει και χωρίς να υποφέρει. Ανώδυνα έφυγε για τον άλλο κόσμο, και σε τούτον έμεινε μόνη η άμοιρη σύζυγος του να τον κλαίει.
Ένα απόγευμα που γυρνούσε στο σπίτι του από τη δουλειά, σαν περπατούσε σταμάτησε η καρδιά του και έμεινε στον τόπο. Κάποιοι στενοχωρήθηκαν λίγο, κάποιοι δάκρυσαν λίγο, και όλοι μαζί τον έθαψαν και ύστερα τον ξέχασαν.
Εδώ είναι που ξεκινά η ανατριχιαστική μαρτυρία του ιερέως.

Μια μέρα η χήρα αναστατωμένη, του εξομολογήθηκε φοβισμένη ότι της φάνηκε πως είδε τον άνδρα της ζωντανό στη φραχτή της να τσαπίζει τον μικρό κήπο. Σκέφτηκε μήπως τρελάθηκε ή έβλεπε φαντασιώσεις, έτσι ήρθε στον παπά που γνώριζε γράμματα να της εξηγήσει.
Και ο παπάς που γνώριζε γράμματα της εξήγησε πως έως το σαρανταήμερο της κηδείας, το πνεύμα του πεθαμένου περιτριγυρίζει στους τόπους που αγαπούσε, γι αυτό να μην ανησυχεί, και μετά το σαρανταήμερο μνημόσυνο, η ψυχή του θα πήγαινε στον ουρανό με τους Αγγέλους.
Όταν όμως πέρασαν σαράντα μέρες αλλα και κάποιοι μήνες, η χήρα ξαναπήγε στον παπά περισσότερο φοβισμένη, γιατί της φάνηκε πάλιν πώς ξανάδε τον πεθαμένο άντρα της ζωντανό, πάλι να τσαπίζει.
Άρχισε τότες ο παπάς Αγιασμούς και ξόρκια πάνω σ τον τάφο, αλλά μάταια. Η χήρα ισχυριζόταν ότι οι επισκέψεις του νεκρού κατά καιρούς, συνέχιζαν.
Τα νέα γρήγορα μαθεύτηκαν και οι κάτοικοι πολύ αναστατώθηκαν, και τα παιδιά περισσότερο φοβηθήκαν. Οι κουβέντες των ανθρώπων έγιναν φοβισμένες και ο τρόμος έσκιασε τις σκέψεις τους. Ο ΠαπάΓιαννης καθώς ομολογεί, και αυτός τα είδε σκούρα γιατί κατάλαβε πως κάτι απόκοσμο συνέβαινε, κάτι πέραν από τους φυσικούς νόμους. Με ψυχραιμία όμως, σκέφτηκε πως έπρεπε να δράσει συναιτά. Πήγε στον Δεσπότη (εκείνο τον καιρό επίσκοπος ήταν ο Χαρίτων) που σίγουρα γνώριζε περισσότερα, και του είπε την ιστορία. Και ο Δεσπότης που ήξερε καλύτερα, του ορμήνεψε τι να κάμει.
Μαζί με τον νεκροθάφτη ξέθαψαν τον πεθαμένο, και όπως είχε προβλέψει ο Δεσπότης, βρήκαν το πτώμα ακέραιο χωρίς ίχνος αποσύνθεσης, σημάδι ότι το νεκρό σώμα ήταν Βρυκολακιασμένο, υποχείριο και υποταχτικό του Σατανά.
Έπρεπε να ξορκίσει το πτώμα και να κάμει αγιασμό για να φύγουν τα δαιμόνια. Να μπορέσει η ψυχή να ημερέψει, και το νεκρό σώμα να ξεκουραστεί και να λιώσει καθώς ορίζουν οι φυσικοί νόμοι.
Τα έκαμε όλα αυτά, και ξανασκέπασαν το μνήμα με χώμα, και έφυγαν ελπίζοντας να πέτυχε ο σκοπό τους.
Πέρασε λίγος καιρός, και η χήρα δεν ξανά παραπονέθηκε. Όλοι ησυχασμένοι πίστεψαν πως πέτυχε ο εξορκισμός, και ο πεθαμένος αναπαύτηκε επιτέλους.
Ώ, κακή μοίρα όμως ενός χωριανού, κάποια μέρα βρέθηκε νεκρός σε μια ρεματιά με ζωγραφισμένο ανείπωτο τρόμο στο πρόσωπο. Ήταν φανερό πως πέθανε από μεγάλο φόβο.
Το κακό όμως χειροτέρεψε, γιατί το ίδιο συνέβηκε ακόμα δυο φορές κατά τον επόμενο καιρό. Ήταν σε όλους φανερό πως τα ξόρκια και οι αγιασμοί του Παπαγιάννη δεν έκαναν καλή δουλειά. Ήταν ολοφάνερο πως ούτε ο θεός δεν έδινε ανάπαυση στον πεθαμένο από τα πολλά κακά που είχε κάμει όταν ήταν εν ζωή.
Και σκέφτηκε ο Παπάγιαννης, πως άλλη επιλογή δεν είχε, πως έπρεπε να κάμει κάτι φοβερό, όμως απαραίτητο, ώστε και πάλιν να επικρατήσουν οι φυσικοί νόμοι του Θεού και των ανθρώπων.
Φώναξε ξανά τον νεκροθάφτη, και μια σκοτεινή νύχτα τα μεσάνυχτα χωρίς ανθρώπου μάτι να τους βλέπει, ξανά έσκαψαν τον τάφο, και στο φως του καντηλεριού, αντίκρισαν τον νεκρό ελάχιστα λιωμένο, σχεδόν άθικτο.
Τον φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και πήγαν μακριά, πολύ μακριά από το χωριό. Επήγαν σε ένα μέρος ερημικό πάνω σε απάτητα βουνά, και εκεί μάζεψαν πολλά ξύλα και άναψαν μια μεγάλη πυρά και κατέκαυσαν τον πεθαμένο. Και ύστερα κοπάνησαν τα απομεινάρια του, και τα έκαμαν στάχτη, και την ανέμισαν στους ανέμους. Δεν έμεινε ίχνος από το σώμα του, ώστε ήταν αδύνατο να συμμαζευτεί και να ξαναβρυκολακιάσει.

Από εκείνο τον καιρό όλα πήγαν καλά στο χωριό, και οι άνθρωποι ημέρεψαν και ξαναβρήκαν τον φυσιολογικό ρυθμό της ζωής τους.

Ο ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΣ

Κάποτε ένας Κυπραίος για να μην σκοτωθεί στις σφαγές της 9ης Ιουλίου του 1821 επειδή συγγενείς του είχαν ανάμειξη στα επαναστατικά γεγονότα που έλαβαν χώραν εναντίον των Τούρκων, για να γλιτώσει έφυγε από την Κύπρο και ζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο. Εκεί κατοίκησε για πάντα, αλλά τα τρία παιδιά του όταν ενηλικιώθησαν, γύρισαν πίσω.
Ένας εκ των τριών, ο Κυριάκος κατά το γυρισμό του πέρασε από τους Αγίους τόπους, έτσι από τούδε και ολέον τον αποκαλούσαν Χατζιή Τσιυρκακό. Ήταν ένας νέος που του άρεσε η ησυχία και η μοναξιά, γι αυτό ζήτησε εργασία σε ένα βοσκό με ανταμοιβή φαγητό, και κάθε χρόνο έξι αρνιά. Όταν πέρασαν λίγα χρόνια, μάζεψε το μικρό κοπάδι που απέκτησε και ανέβηκε στα βουνά, έκτισε μια μάντρα και μια κάμαρη με ξερόλιθους, και κατοίκησε μες τις ερημιές και τα λαγκάδια, παρέα με τα πρόβατα τα πουλιά, και τις αλεπούδες.

Πέρνούσε ο καιρός, και ζούσε μες στην ησυχία του. Ήταν ευχαριστημένος και απολάμβανε την ήρεμη και ασκητική ζωή που διαβιούσε, ώσπου δυστηχώς μια κρύα μέρα αρρώστησε βαριά, δεν είχε αναπνοή, κατάκοιτος και μοναχός, προσπαθούσε να βρει γιατρειά, μα χωρίς αποτελεσμα.

Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι ολόγιομο και η έρημη περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό παράξενο και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε δυνατά με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε. Τα ζώα και τα πουλιά κούρνιαζαν φοβισμένα, τα φυτά και τα ζουζούνια έγερναν και πέθαιναν. Η υγρασία πάγωσε και η γιάλλα σκέπασε όλη τη γη, εγινε σαν καθρέφτης και μέσα του φαινόταν το άρρωστο κίτρινο φως του φεγγαριού σαν προμήνυμα κακών μαντάτων και άσχημων πραγμάτων.
Ήταν έρημη η βουνοπλαγιά, όλα ακίνητα και πεθαμένα, ακουγόταν μονο το ελαφρύ σφύριγμα της παγωμένης πνοής που αρρώσταινε και σκότωνε ότι άγγιζε. Ακουγόταν μαζί και το μακρόσυρτο ουρλιαχτό του λύκου που έσμιγε ο ήχος του με τους ρόγχους τους επιθανάτιους του νεαρού παλικαριού. Που κατάκοιτος και άρρωστος τον άφηνε και έφευγε η ζωή του, παγωμένη και αυτή από τη τσουχτερή παγωνιά. Ήταν σε μια καλύβα μοναχική, δίπλα στην μάντρα με τα ζώα, είχε αρρωστήσει και ήταν μόνος και έρημος μες την έρημη βουνοπλαγιά, μόνος αυτός μες την παγωμένη φύση. Πανω στο αχυρένιο στρώμα εδώ και μέρες με δυσκολία στην αναπνοή και μαύρους κύκλους στα  μάτια που δεν είχαν δύναμη νάναι ανοιχτά, είχε νιώσει τον θάνατο που ήρθε και παρακαλούσε να ζήσει, και πάλευε για να ζήσει, ώσπου τελικά τα κουρασμένα στήθη σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν, και η αδύνατη καρδιά έπαυσε να χτυπά ενώ στο κίτρινο πρόσωπό του απλώθηκε το άσπρο του θανάτου. Ένα κουφάρι στο κρεβάτι, και η παγωμένη πνοή του αέρα που τον σκότωσε έμπαινε από τις χαραμάδες της πόρτας…
Η ωρα πέρασε, ήρθε το πρωί, η παγωνιά έπεσε, και το φως της αυγής πήρε να χαράζει. Ο αέρας δυνάμωσε, έλιωσε η γιάλλα και η πόρτα στο μικρό σπιτάκι άνοιξε από τον αέρα και χτυπούσε τακα τουκ. Ένα δροσερό αεράκι άγγιξε το πρόσωπο του πεθαμένου παλικαριού, και ως να κοιμόταν άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε και με ένα πήδο πετάχτηκε όρθιος… Στάθηκε στην πόρτα κι αγνάντεψε πέρα τα αντικρινά βουνά, και έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός. Θυμόταν την χθεσινή νύχτα που δεν είχε αναπνοή, θυμόταν την ψυχή του να φεύγει, και το πνεύμα του να ταξιδεύει, να κινείται  με  τρομαχτική  ταχύτητα σε όλη την οικουμένη, ακόμα  και  μέσα  στην  ύλη.  Θυμόταν ξεκάθαρα τη διαδικασία  του  θανάτου του, ήταν   ευχάριστη  και  πνευματική, ήταν ένα ταξίδι που του άρεσε, που ταξίδεψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα πέρατα του ουρανού, που συνάντησε ένα απέραντο φως και που ενώθηκε μαζί του, εγινε ένα με αυτό, και ένιωσε το πνεύμα του να αγαλλιά…
Έμεινε να κοιτάζει από την πόρτα όλη την γυρω φύση και σκεφτοταν γιατί γύρισε πίσω, γιατί δεν έμεινε εκεί που ήταν τόσο ωραία. Κατάλαβε ότι εγινε θαύμα, μέσα του ένιωθε γαλήνη, γονάτισε και προσευχήθηκε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη μάντρα, είχε ένα αίσθημα ανήσυχο για τα πρόβατα, ήταν πολύ το κρύο για να το αντέξουν. Σαν κόντεψε τα είδε όλα νεκρά, ήταν η νυχτερινή παγωμένη πνοή του θανάτου που πέρασε και μαζί πήρε αυτόν, πήρε και τα ζά. Με έκφραση απόλυτης ηρεμίας και στωικότητας αντίκρισε τον ομαδικό θάνατο, τον είχε «ζήσει» και αυτός, ήταν μια απόλυτη εμπειρία, μια κατάσταση έξω από τη συνηθισμένη. Και δεν μπορούσε ύστερα από τέτοια εμπειρία να παραμείνει  ασυγκίνητος ήταν ένα σημείο του Θεού που τον έκαμε να νιώθει άμετρη ηρεμία, ένιωθε ότι πέρασε από την κρίση του Θεού…
Γύρισε στη κάμαρη, άνοιξε το παλιό μπαούλο και πήρε την βαριά κάπα, έβαλε στην βούρκα του φαί και ροβόλησε την βουνοπλαγιά. Ήθελε να κατέβει στον κάμπο, να αλλάξει ζωή, να δει ανθρώπους, να ζήσει μαζί τους. Ένιωθε μέσα του μια ανάγκη, δεν μπορούσε άλλο μοναχός, είχε μια ανάγκη φυγής μακριά από την ως τώρα στεγνή καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα του συναισθήματα αναζητούσαν διέξοδο, οι αισθήσεις του ήταν σε επιφυλακή για δράση, και η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, ήθελε να τελειώσει.

Περπάτησε ώρες πολλές, έβαλε σημάδι την ξέρα του «Φερφουρή» στη θάλασσα της Χλώρακας. Εκεί ήθελε να παει, εκεί να κατοικήσει, μέσα στους κάμπους, δίπλα στη θάλασσα, κοντά στην πόλη του Κτημάτου μιας πόλης στην οποία θα μπορούσε να χαθεί  και με φαντασία να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, ήθελε να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, ήθελε να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος.

Ο ΚΩΣΤΑΝΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΡΙΟ ΤΗΣ ΠΕΓΕΙΑΣ
Ο Γιωρκάτσιης ένας χωρικός από τη Πέγεια, είχε μια λόττα (γουρούνα που γεννά) που μια μέρα χάθηκε. Πιστεύοντας ότι την έκλεψε ένας γείτονας του ο Χαραλάμπης, τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Τον κατηγόρησαν και τον έστειλαν στο δικαστήριο, αλλά ο δικαστής τον δίκασε αθώο γιατί δεν υπήρχαν μαρτυρίες ή αποδειχτικά στοιχεία.
Έμεινε ο Γιωρκάτσιης μαραζωμένος που έχασε την περιουσία του πιστεύοντας ότι το δικαστήριο δεν απόδωσε σωστή δικαιοσύνη. Και έχοντας άχτι τον Χαραλάμπη, δεν του μιλούσε και τον κατηγορούσε για κλέφτη σε όλο το χωριό. Πέρασαν πολλές μέρες, αλλά σκεφτόταν τη χαμένη του περιουσία και μαράζωνε.

Στην Πέγεια υπάρχει η περιβόητη βρύση των Πεγιώτισσων που πάσιν τσιαι γεμώνουσιν ούλλες οι Παφιτούες, τσιαπόσιει πόνον στην καρκιάν, πίννει τσιαι γιανίσκει...
Είναι ένα λαϊκό άσμα που τους στίχους έγραψε ένας παλαιός δάσκαλος από τη Χλώρακα ο Σταύρος Πασιύσταυρος που υπηρετούσε στη Πέγεια, για το χατίρι μιας δασκάλας την οποία ερωτεύτηκε και αργότερα παντρεύτηκε.
Μια μέρα ξαφνικά το νερό της Βρύσης έτρεξε θολό, ενώ από τα βάθη του λαγουμιού που το έφερνε, ακούστηκαν βογγητά και βρυχηθμοί. Και αυτό συνεχίστηκε για μέρες, το νερό μια έβγαινε θολό, και μια καθαρό. Τα μουγκρητά μια σταματούσαν, και μια άρχιζαν.
Ο καιρός περνούσε, το ίδιο συνεχιζόταν, και φοβισμένοι οι κάτοικοι έπλαθαν ιστορίες. Πίστεψαν ότι ήταν ένας δράκος του νερού, ένα ζώθκιο. Καμιά γυναίκα δεν πήγαινε να γεμώσει νερό, και με τον καιρό, περισσότερος τρόμος φώλιαζε στις καρδιές των κατοίκων.
Δεν είχαν νερό να πιούν και να πλυθούν καθώς φοβόντουσαν να π’ανε στη βρύση, ενώ τις νύχτες άκουγαν τα κογκήματα από τα βάθη της γης, και περισσότερο τους έζωνε ο φόβος.
Κάθισαν λοιπόν σε σύσκεψη οι άρχοντες και οι προεστοί, και έβγαλαν ένα φιρμάνι, πώς θα έδιναν μεγάλη αμοιβή σε όποιον έμπαινε στο λαγούμι και σκότωνε τον δράκο.
Το φιρμάνι κυκλοφόρησε σε όλη την επαρχία και το άκουσε ο Κωσταντάς από τη Χλώρακα, ένας φημισμένος παλικαράς, ένας ανδρείος νέος που είχε πολλή σωματική δύναμη και καρδιά λιονταριού.
Γυάλισε τα άρματα του και κίνησε να σκοτώσει το θηρίο που τρομοκρατούσε το χωριό. Όταν έφτασε στη Πέγεια ζήτησε κάποιους βοηθούς, και δυο παλικάρια εθελοντές, μαζί του ζώστηκαν τα άρματα, και με αναμμένες δάδες μπήκαν σερνάμενοι μέσα στο λαγούμι που ήταν στενό και καλά δεν τους χωρούσε. Προχωρούσαν με δυσκολία και άκουγαν τα ανατριχιαστικά μουγκρητά που αντιλαλούσαν στον κλειστό χώρο και τους τριβέλιζαν τα αυτιά. Με σφιγμένα τα δόντια και θάρρος στην καρδιά, με πείσμα και χωρίς δειλία, τα άξια παλικάρια προχώρησαν και τους κατάπιε το βαθύ λαγούμι.
Όλο το χωριό ήταν μαζεμένο στη βρύση δίπλα από το φωτιστικό του λαγουμιού, και γεμάτοι αγωνία, με προσευχές και τάματα στους Αγίους, ανέμεναν τους γενναίους να στραφούν, ελπίζοντας νικητές και αξιωμένοι.
Η ώρα έγινε αιώνια, η αναμονή πιό μεγάλη, τρομερή και ατελείωτη.…
Ώσπου από τα βάθη του λαγουμιού και του σκοταδιού, είδαν τις φλόγες από τους πυρσούς, αμυδρά να  φεγγοβολούν, σημάδι πως επέστρεφαν πίσω.
Ανακουφισμένοι αναφώνησαν χαρούμενοι, και ευχαριστημένοι δόξασαν το Θεό.
Σε λίγο φάνηκαν τα παλληκάρια φανταχτεροί στα μάτια των χωρικών ως νέοι Ηρακλείς που είχαν επιτελέσει ένα μεγάλο άθλο. Και μαζί τους έσερναν το δράκο, ένα μαύρο θεριό, που για σαράντα μέρες τρομοκρατούσε ολόκληρο το χωριό...
Δεν ήταν όμως ένα θεριό, ήταν ένα κτηνό, μια λόττα, έκπληκτοι διαπίστωσαν.

Ήταν η λόττα του Γιωρκάτσιη που είχε χαθεί. Δεν την είχε κλέψει ο Χαραλάμπης, αλλα είχε πέσει σ ένα φωτιστικό του λαγουμιού της βρύσης (λάκκος που επικοινωνεί και φωτίζει το λαγούμι). Άντεξε και έζησε 40 ολάκερες μέρες πίνοντας νερό και τρώγοντας ρίζες δέντρων που κατέβαιναν στο νερό. Και όταν ανακάτωνε  το νερό να τις βρει, η χούβελη (βαριά κιτρινωπή λάσπη που κατακάθεται στο νερό) το θόλωνε, και όταν δεν έβρισκε ρίζες, βρυχιόταν από την πείνα. Και όλοι νόμιζαν πως ήταν βρυχηθμοί του δράκου του νερού.

ΤΟ ΧΩΡΑΦΙ ΤΗΣ ΑΛΗΠΑΤΟΥΣ
Τα τοπωνύμια είναι ονόματα τόπων, είναι λέξεις ή ονόματα ικανά να χαρακτηρίσουν μια περιοχή και τους ανθρώπους της. Συνήθως είναι από τα ονόματα των ιδιοκτητών, έτσι και στην περίπτωση της διήγησης αυτής, έμεινε το τοπωνύμιο από το όνομα της ιδιοκτήτριας και του άντρα της: χωράφιν της Αλη-Πατούς.
Ήταν μια φορά στη Χλώρακα μια μικρή ορφανή που την έλεγαν Πατού και ζούσε μόνη σε ένα μικρό σπιτάκι κτισμένο σ ένα μικρό χωραφάκι όπου μέσα είχε βλαστημένες τρεμιθιές, τερατσιές, και βελανιδιές.
Ήταν 15 χρονών και για να ζήσει μάζευε τεράτσια και έφτιαχνε τερατσόμελο, τρεμίθια και έφτιαχνε τρεμιχόλαδο, καθώς και βελανίδια ως τροφή για τα ζώα. Φύτευε και λίγα χόρτα και οπωρικά που τα πότιζε από την βρύση του χωριού, και όλα αυτά, τα πωλούσε στις καλές γειτόνισσες που με ευχαρίστηση τα αγόραζαν, ώστε τοιουτοτρόπως τη βοηθούσαν να ανταπεξέρχεται λίγο τη μεγάλη της φτώχεια. Διαβιούσε φτωχικά και με δυσκολία, αλλά ήταν τίμια και καλή χριστιανή. Ήταν πολύ όμορφη και όλοι την συμπαθούσαν, όμως είχε και αυτή σεβασμό στους μεγαλυτέρους της και τιμούσε όλους τους χωριανούς. Στον εύκαιρο της καιρό επισκεπτόταν τις χωριανές νοικοκυρές, και πρόθυμα προσφερόταν να τις βοηθήσει στις οικιακές τους εργασίες. και αυτές όμως την βοηθούσαν καθώς πολύ την αγαπούσαν, και επιπλέον την συμβούλευαν. Την συμπαθούσαν, ήθελαν γι αυτήν μια καλύτερη μοίρα και της εύχονταν να βρει ένα καλό παλικάρι να παντρευτεί, και έτσι να νοικοκυρευτεί.

Ήταν και ένας μικρέμπορας, που τον έλεγαν Αλή. Είχε μαυριδερό πρόσωπο και ήταν φανερό πως ήταν Άραβας. Είχε έρθει μια μέρα με ένα φορτηγό πλοίο στο λιμάνι της Κάτω Πάφου, και εγκαταστάθηκε για πάντα στη πόλη του Κτημάτου. Έφερε μαζί του ψιλικά λογιών ειδών, και έκαμε το επάγγελμα του Γυρολόγου.
Με τον καιρό κέρδισε πολλά χρήματα, και καθώς ήταν καλός νοικοκύρης, τα επένδυε αγοράζοντας γην εις το χωρίον της Γεροσκήπους δημιουργώντας αργά και με τον καιρό, ένα μεγάλο τσιφλίκι. Ύστερα προσέλαβε πολλούς μισταρκούς, εφύτευσε φυτείες και ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης. Με αυτό τον τρόπο πρόκοψε και έγινε εύπορος και νοικοκύρης.
Μα πριν γίνει άρχοντας, όταν ακόμα γυρολογούσε και περνούσε από την Χλώρακα, μέσα στην καρδιά του έβαλε την όμορφη φτωχή κόρη. Όμως, καθώς και αυτός πολύ φτωχός, δεν τόλμησε καμιά φορά να της φανερώσει την αγάπη του.
Μα ύστερα από κάμποσο καιρό, μια Κυριακή που τέλειωσε η λειτουργία στην εκκλησιά και πολλοί χωριανοί κάθονταν στον καφενέ, από μακριά στη στράτα φάνηκε ένα ψηλό άλογο που το καβαλίκευε ένας νεαρός με την καλή του φορεσιά που έδειχνε αρχοντιά, να έρχεται προς το χωριό.
Οι φτωχοί χωρικοί το αντίκρισαν με περιέργεια να έρχεται και να ξεπεζεύει, να δένει το ζώο και να κατευθύνεται στον καφενέ και εγκάρδια να τους χαιρετά.
Έκπληκτοι αναγνώρισαν τον παλιό πραματευτή τον Αλή έναν άρχοντα πλέον καθώς φαινόταν, και που ήρθε να τους επισκευθεί.
Όμως για να μην τα πολυλογούμε, ο άρχοντας Αλής, είχε έρθει στο χωριό για να γυρέψει γυναίκα του την όμορφη Πατού. Και έγιναν οι γάμοι, στρώθηκαν τρικούβερτα τραπέζια, και γιόρτασαν όλοι, και χάρηκαν όλοι για την καλή τύχη της ορφανής.

Ύστερα η Πατού έφυγε με τον άντρα της και έμεινε το χωράφι της έρημο, ακαλλιέργητο, τα τρεμίθια και τα τεράτσια έμειναν πάνω στα δένδρα, όμως μέχρι σήμερα έμεινε το όνομα ως «χωράφι της ΑληΠατούς. Είναι αληθινή ιστορία, και το χωράφι της Αληπατούς, ευρίσκεται στην οδό Νικόλα Πενταρά και Αντώνη Χ΄Αχχιλλέα, 200 μέτρα από την παλιά βρύση του χωριού.