Ο Κατσικοπόδαρος είναι Μέγας
Καλικάντζαρος, και είναι ο πιο ελεεινός και ο πιο γρουσούζης από όλους τους
άλλους. Όπου βάλει το ποδάρι του φέρνει καταστροφή και αναποδιά.
Μια φορά την εποχή των Χριστουγέννων πρίν καιρό σε μια επίσκεψη του στη
Χλώρακα, τρύπωσε στο μπακάλικο του χωριού, και καθώς βρήκε πολλές λιχουδιές δεν
έλεγε να φύγει. Πέρασαν τα Φώτα, και αυτός ντυμένος σε αόρατη μορφή, έμεινε
εγκατεστημένος και έτρωγε ότι έβρισκε στα ράφια.
Τα τρόφιμα και τα γλυκά λιγόστευαν και τα ράφια
άδειαζαν, οπότε ο καημένος ο Στάθιος ο μπακάλης κατάλαβε πως στο μαγαζί του
εγκαταστάθηκε κάποιος ανεπιθύμητος μουσαφίρης, και καθώς επίσης όλα του
πήγαιναν ανάποδα, συμπέρανε πως είχε συγκάτοικο τον Καλικάντζαρο τον
κατσικοπόδαρο.
Έφερε αγιασμό και ράντισε, αλλά τίποτα δεν
κατάφερε. Έφερε τον παπά και ξόρκισε το κακό, αλλά πάλι τίποτα. Έπεσε σε βαθιά
συλλογή και λυπημένος μια νύχτα στην ταβέρνα του χωριού, έλεγε τον πόνο του
στον φίλο του τον Βάσο.
Ο Βάσος του λέγει,
-μην στενοχωριέσαι φίλε μου, κάτι θα σκεφτούμε,
θα του στήσουμε παγίδα και θα τον πιάσουμε.
Σκέφτηκαν και ξαασκέφτηκαν, και αποφάσισαν τι
να κάμουν.
Αγόρασαν ωραία γλυκά και τα έβαλαν σε μια άκρη
πάνω στο ράφι, και αφού τα σύνδεσαν με σπάγκο και ένα σακούλι γεμάτο αλεύρι
παρακάθισαν περιμένοντας.
Όταν ο καλικάντζαρος είδε τα γλυκά, με την
αόρατη του μορφή ποταβρίστηκε και τα άρπαξε. Όμως ώ τι κακό γι’ αυτόν, τράβηξε
μαζί το σακούλι που γέρνοντας άδειασε το αλεύρι πάνω στο κορμί του. Αμέσως το
σώμα του βάφτηκε άσπρο, και πήρε τη μορφή του. Τον βλέπουν οι δυο φίλοι, και
αρχίνισαν να τον δέρνουν. Του έδωσαν τόσες πολλές πατσαρκές, που ο
καλικάντζαρος ακόμη τρέχει και φεύγει μακριά.