Ο ΜΩΡΟΓΙΑΝΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΧΛΩΡΑΚΑ

Ήταν ένα παλικάρι που του άρεσαν οι ιστορίες περί ηρώων, και περισσότερο η ιστορία του Σαμψών. Ήταν καιροί όπου η αντρειοσύνη στον άνθρωπο ήταν το μεγαλύτερο προτέρημα, και οι νέοι μεγάλωναν γαλουχημένοι με τις αρετές αυτές.

Ο Γιάννος ο Μωρόγιαννος άφησε τη χαίτη μακριά όπως του αγαπημένου του ήρωα, και καβαλικεμένος το μαύρο άλογο του, περιδιάβαινε τα στενά σοκάκια καμαρωτός με τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα όπως τα κύματα στη θάλασσα.

Το σπίτι δεν τον χωρούσε, γυρνούσε στα όρη και τα παραρά και αναζητούσε περιπέτειες. Και τα βράδια στην ταβέρνα του Φκωνή, καθόταν μοναχικός σε ένα τραπεζάκι και πίνοντας το πιοτό του, διηγούτανε στους άλλους θαμώνες τις περιπέτειες του. Όλοι τον παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον γιατί γνώριζαν πως έλεγε αλήθειες. Αναγνώριζαν τη σωματική του ρώμη, και όλοι παραδέχονταν την μεγάλη του δύναμη.

Σε πολλούς άρεσαν οι ξιππασμένες ιστορίες του, σε ένα χωριανό όμως, όχι. Ήταν ένας λλιόκορμος ανθρωπάκος που δεν τον έκαμνε χάζι, και ήθελε να βρει τρόπο να τον εκθέσει και να τον πικάρει χωρίς όμως να προκαλέσει την οργή του.

Και ο νους του γύριζε να σκαρφιστεί κάτι. Τοχε βάλει σκοπό να βρει έναν τρόπο, τον είχε πιάσει μια μανία.

Και μια νύχτα καθώς μιλούσαν, του ήρθε μια ιδέα. Άρχισε να μιλά για πεθαμένους και για ιστορίες που άκουσε, ότι στα νεκροταφεία μετά τα μεσάνυχτα βγαίνουν τα πνεύματα των πεθαμένων και σεργιανούν στη νύχτα τρομάζοντας τον κόσμο, γι αυτό οι άνθρωποι αποφεύγουν τις σκοτεινές νύχτες να περιφέρονται σε τέτοιους τόπους…

Άκουσε είπε, πως παλιά στο χωριό, ένας γέρος που περνούσε νύχτα έξω από το νεκροταφείο άκουσε θορύβους και μπήκε μέσα να δεί. Μόλις πέρασε την πύλη όμως, άκουσε από τη μεριά της κάτω εκκλησιάς λυπητερά την καμπάνα να χτυπά, γεγονός που τον γέμισε τρόμο γιατί ήξερε πως δεν είχε καμπάνα, την είχαν μεταφέρει οι χωριανοί στην πάνω εκκλησιά τις προηγούμενες μέρες. Τρομοκρατημένος τόβαλε στα πόδια, πήρε τόσο φόβο που του δέθηκε η γλώσσα και έκαμε πολλές μέρες να βρεί τη μιλιά του.

Είπε και άλλα φοβερά που του ήρθαν στο μυαλό και ύστερα πήγε στοίχημα πέντε σελίνια πως κανείς δεν τολμά να πάει μεσάνυχτα στο παλιό νεκροταφείο, ούτε ακόμα ο ανδρειωμένος Μωρόγιαννος.

Λέγοντας αυτά τα υπερφυσικά πράγματα, ήθελε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα φόβου ώστε το παλικάρι του χωριού να φοβηθεί και να μην ανταποκριθεί στην πρόκληση και έτσι να μείνει εκτεθειμένος, και να πάψει πλέον να κομπάζει και να του σπάει τα νεύρα.

Προς δυσαρέσκεια του όμως, το παλικάρι δέχτηκε το στοίχημα και συμφώνησαν να πάει στο νεκροταφείο και να παλουκώσει πάνω σε έναν τάφο τον Μαύρο του.

Η ώρα στο παλιό ρολόι στον τοίχο έδειχνε ενωρίς, έτσι οι θαμώνες συνέχισαν το πιοτό τους κουβεντιάζοντας και περιμένοντας να σημάνουν τα μεσάνυχτα.

Ο Μωρόγιαννος ήπιε δυο τρία ποτήρια παραπάνω και περιήλθε σε κατάσταση ευθυμίας. Γελώντας και αστειευόμενος περίπαιζε ότι θα βγάλει τα πιο ευκολά πέντε σελίνια στη ζωή του…

Και όταν το ρολόι  χτύπησε δώδεκα, σηκώθηκε από το τραπέζι και ορμήνεψε στον Φκωνή να μην σηκώσει το ποτήρι του γιατί γρήγορα θα επέστρεφε, θα πήγαινε να βγάλει το μεροκάματο, είπε αστειευόμενος. 

Και πήγε ο Μωρογιαννος, μα δεν γύρισε. Όλοι περίμεναν με αγωνία μήπως έπαθε κάτι. ‘Η μήπως φοβήθηκε και πήγε σπίτι του, είπε με χαιρέκακα ο μικρούτσικος.

Μα όχι, δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό, αποφάνθηκαν οι άλλοι καθώς ήξεραν την αφοβιά του.

Πέρασε κι’ άλλη ώρα, όλοι ανησύχησαν πραγματικά.

-Πολύ αργεί, κάτι θα γίνηκε, άντε πάμε να δούμε,

τους είπε ο Φκωνής και όλοι συμφώνησαν.

Σηκώθηκε και ξεκρέμασε τη λάμπα από το βολίκι, και φτάνοντας στο νεκροταφείο, είδαν το έλλογο παλουκωμένο και τον Γιαννή δίπλα χαμαί φηρμένο.

Αμέσως έσκυψαν να δουν, και τι είδαν!

Ο άμοιρος όταν τσουλλώκατσε και παλούκωσε τον άππαρο, μαζί παλούκωσε και την βράκα του χωρίς να το καταλάβει. Και όταν σηκώθηκε να φύγει, δεν μπορούσε, και νόμισε ο καημένος πως βγήκε κάποιος νεκρός και τον τραβούσε μέσα στον τάφο.

Αυτό νόμισε, και καθώς πριν μέσα στην ταβέρνα έλεγαν ιστορίες για πεθαμένους, υποσυνείδητα επηρεασμένος, αυτό πίστεψε.

Απελπισμένος τραβούσε με δύναμη να φύγει, αλλά είχε παλουκωθεί γερά και δεν μπορούσε. Και όσο περισσότερο προσπαθούσε, περισσότερο τον κυρίευε ο φόβος, ώσπου απόκαμε και από τον τρόμο φήρτηκε. 

Από εκείνη τη μέρα ο Μωρόγιανος έμεινε χασκιασμένος. Σταμάτησε τις παλικαριές και γυρνούσε στις στράτες περπατητός χωρίς να μιλά σε κανένα. Σε λίγα χρόνια πέθανε πάνω στα άνθη της νεότης του, και είχε το κρίμα του ένας μικρούτσικος  κακός άνθρωπος.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟΥΔΗΣ