Η Σαρακοστή ήταν μια γριά καλογριά που νήστευε πολλές μέρες μέχρι την Λαμπρή, τη λαμπρή εκείνη μέρα που ο Χριστός αναστήθηκε.
Με
λαχτάρα τα παιδιά ρωτούσαν τους γονιούς τους πόσες ακόμα μέρες απόμειναν να
έρθει το Πάσχα. Και οι καλοί γονιοί κοιτούσαν το ημερολόγιο της κυρά Σαρακοστής
και τους έλεγαν να κάνουν υπομονή γιατί ακόμα απόμεναν λίγες μέρες.
Πενήντα ολάκερες μέρες για τα παιδιά του χωριού που νήστευαν και με λαχτάρα πρόσμεναν την Άγια εκείνη μέρα που θα μίλλωναν και θα μαζεύονταν καθημερινά για τρείς συνεχόμενες μέρες στην πλατέα της εκκλησιάς και θα έπαιζαν Εθιμικά παιχνίδια μαζί μικροί και μεγάλοι. Ήταν το τριήμερο που τα ήθη, τα έθιμα και η παράδοση σμίγουν τους ανθρώπους και μεταλαμπαδεύονται από τους μεγάλους στους μικρούς, από ένα σπίτι σε άλλο, από στετέ σε κόρη, από προγόνους σε εγγόνους.
Ετούτη
η χρονιά ήταν βροχερή και το Πάσχα ήρθε πιο ενωρίς. Όλη την τελευταία εβδομάδα
μια ανησυχία φώλιαζε στις καρδιές των πιτσιρικάδων καθώς είχαν ένα φόβο για τον
κακό καιρό. Παρ όλα αυτά, τριγύρισαν σε κάμπους και ρεματιές και μάζεψαν μεγάλα
κούτσουρα για το άναμμα της λαμπρατσιάς. Ήταν αποφασισμένα ακόμα και με τέτοιο
καιρό, να άψουν τη λαμπρατσιά να κάψουν τον Ιούδα. Να ξενυχτίσουν, να ανάψουν
τις λαμπάδες και να πηδάνε τις φωτιές. Να ρίξουν τσάκρες και να τσουγκρίσουν
κόκκινα αυγά.
-Χριστός Ανέστη
έψαλλε
ο παπάς.
-Χριστός Ανέστη,
είπαν όλοι οι χωριανοί και με ανάταση στη ψυχή φιλήθηκαν οι συγγενείς και έκαναν ττόκα οι συγχωριανοί.
Η επόμενη μέρα η Κυριακή, ήταν η καλύτερη και πιο ενδιαφέρουσα από όλο το δοξαστικό τριήμερο που θα ακολουθούσε καθώς εκείνη τη μέρα θα αγωνίζονταν τα παλληκάρια του χωριού. Θα πάλιωναν και ο νικητής θα έπαιρνε δόξα και καταξίωση. Οι πιο ρωμαλέοι νέοι όλοι πεντέξι, καρτερούσαν αυτή τη μέρα που θα αγωνίζονταν και θα αναδεικνύονταν και θα έκαιγαν τις καρδιές των ομορφονιών κοριτσιών. Θα τους θαύμαζαν και θα τους αγαπούσαν.
Ξημέρωσε
λοιπόν η Κυριακή, και το μεσημέρι ο παπάς έψαλλε την δεύτερη Ανάσταση. Ύστερα
οι συγγενείς πήγαν για το μεσημεριανό τσιμπούσι με ψητά, φλαούνες και πατροπαράδοτο
βαρελίσιο κοκκινέλι.
Και
ήρθε το απόγευμα και η πλατέα γέμισε κόσμο και όλοι χαρούμενοι γιόρταζαν με τα
καλά τους ρούχα καλοπλυμένα και καλοσιδερωμένα. Ο καιρός καθάρισε και ο ήλιος
χαμηλά στο στερέωμα ζέστανε την κρύα μέρα. Στα καφενεία οι καρέκλες όλες
πιασμένες από τους νυκοκυραίους, ενώ οι νιοί
και οι νιές σουλατσάριζαν ρίχνοντας κρυφές ματιές αναμεταξύ τους γυρεύοντας
το τυχερό τους ταίρι για να παντρολογηθούν.
Ο
Κυρηναίας ένας πλούσιος προεστός είχε έναν μισταρκόν το Αντρεούιν ένα
κοντούτσικο νέο που είχε κρυφή αγάπη για την κόρη του την Μαρικού, και ήθελε να
την εντυπωσιάσει. Αυτός φτωχαδάκι, δεν έλπιζε η πλουσιοκόρη να τον καταδεχτεί,
εκτός όπως πίστευε άν πετύχαινε κάτι ακατόρθωτο, ένα ανδραγάθημα, ένα εντυπωσιακό
επίτευγμα.
Έτσι αποφάσισε να λάβει μέρος στο πάλιωμα της Λαμπρής και με τη βοήθεια του Θεού και λίγη πονηρία από μέρους του ίσως να τα κατάφερνε. Μικρός στο μπόι, ήξερε, ήταν δύσκολο να νικήσει το πρωτοπαλίκαρο του χωριού. Ήθελε όμως με όλη του την καρδιά να τα καταφέρει ώστε να την εντυπωσιάσει και να της κλέψει την καρδιά. Ήξερε πόσο δύσκολο θα ήταν το εγχείρημα του, έτσι πολλές μέρες πρίν το Πάσχα κατέστρωνε σχέδια πως θα έβγαινε νικητής. Ήθελε να ήταν πρώτος, ήθελε να παλέψει με τον πρώτο στο πάλιωμα τον ανίκητο, τον χειροδύναμο Αντωνά. Που είχε τα μπράτσα χοντρά και τα κανάτσια ίσα με την κεφαλή του. Ίδιο ντουβάρι με τετράγωνο κορμί όλο μούσκουλα, που έμοιαζε βράχος φυτεμένος στη γη στεραιομένος, που όλοι απέφευγαν να τον παλιώσουν καθώς με σιγουριά γνώριζαν εκ των πρωτέρων την ήττα τους. Έτσι όλοι οι χωριανοί παραξενεύτηκαν όταν τον προκάλεσε ένας μικρούτσικος χαμηλοβρακάτος, ένας στο μισό του μπόι.
Τα νέα διαδόθηκαν
και οι κουτσομπόλες χωρικές με σούρτα και φέρτα, αποκάλυψαν το μυστικό, τον
κρυφό έρωτα του παλληκαριού. Άλλοι θαύμασαν την αντρεία και το κουράγιο του να
τα βάλει αυτός ένας Δαυίδ, με έναν Γολιάθ, κάποιοι τον κορόιδεψαν, κάποιοι τον
ζήλεψαν και πολλοί παίνεσαν την ψυχική του δύναμη.
Η μικρή
Μαρικού κόμπασε για την χάρη της καθώς για το χατίρι της θα λάμβανε χώρα ένα μεγάλο
γεγονός. Όμορφη και αυτάρεσκη από πλούσια γενιά, ανέμενε μια καλή τύχη, μια
καλή παντρειά, έναν γαμπρό με μάλι εξ ίσου σαν το δικό της. Όμως τώρα βλέποντας
την τόση αγάπη του παλληκαριού, η καρδιά της άρχισε να σκιρτά και να βλέπει τα
πράγματα διαφορετικά. Κατάλαβε πως η αγάπη υπερισχύει όταν με πάθος κουρνιάσει
σε μια καρδιά και όλα τα αψηφά και με τόλμη και αυτοθυσία αγωνίζεται…
Έτσι στην καρδιά της φυτεύτηκε ο σπόρος της πρώτης αγάπης. Με τις φίλες της πρώτες μαζεύτηκαν στην μικρή πλατεία και πήραν πρώτες θέσεις να παρακολουθήσουν το γεγονός της χρονιάς, το πάλιωμα του Δαυίδ με τον Γολιάθ.
Το
χωριό μαζεύτηκε και έφτιαξαν ένα μεγάλο
κύκλο γύρω από μια νοητή αρένα
οπου
μέσα στάθηκαν τα παλληκάρια, και τα παλιώματα άρχισαν.
Η πάλη
ήταν ελεύθερη και νικητής αναδεικνυόταν αυτός που θα ξάπλωνε τον αντίπαλο στο έδαφος. Χρειάζονταν γνώσεις,
τεχνικές, και κυρίως δύναμη.
Ήταν έξη
νομάτοι και με τη σειρά τα ζευγάρια
ετοιμάστηκαν. Έβγαλαν τα πανωφόρια και με τη βράκα μόνη να συγκρατιέται με το
ζωνάρι σφιχτά δεμένη στην κόξα, άλειψαν με λάδι τα κορμιά τους ώστε η πάλη να
έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Πήραν βαθιές αναπνοές έτοιμοι να ορμήξουν ο ένας
στον άλλο υπό τις ιαχές και ζητωκραυγές του πλήθους.
Το μικρόν
Αντρεούιν έστεκε αντίκρυ στον μεγάλο Αντωνά. Η διαφορά εμφανής, κανείς δεν
αμφέβαλλε για το αποτέλεσμα. Με σιγουριά εκ των προτέρων γνώριζαν τον νικητή,
εντούτοις μια συμπάθεια και ένας θαυμασμός διαχεόταν από το βλέμμα ολονών για
τον μικρούτσικο τολμηρό αντίπαλο, για το θάρρος της απόφασης του που για τα
μάτια μιας μορφονιάς αψήφησε το ρεζιλίκι μιας σίγουρης ήττας.
Η πάλη άρχισε, αλλά ώ του θαύματος για το αποτέλεσμα, δεν διήρκησε παρα μόνο λίγα λεπτά. Όλοι άλαλοι και έκπληκτοι αντίκρυσαν τον Αντωνά κάτω πεσμένο να παραδέχεται την ήττα του. Κανείς δεν πίστευε, όλοι έτριβαν τα μάτια τους. Η έκπληξη στα πρόσωπα τους εμφανής και αποδοκιμαστική για το πρωτοπαλίκαρο που τον είδαν να κείτεται νικημένο ξαπλωμένο χάμω στο έδαφος και από πάνω του να στέκει το καχεκτικό Αντρεούι με ένα πλατύ χαμόγελο και τα χέρια στις κόξες να τον αντικρύζει αφ υψηλού.
Μα τι είχε συμβεί; Μήπως κάποιο θαύμα; Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Ήταν κάτι το αδύνατον κι όμως συνέβηκε, σίγουρα κάποια λογική εξήγηση θα υπήρχε.
Ε ναι, υπήρχε λογική εξήγηση. Το Αντρεούιν που φημιζόταν για την εξυπνάδα και την πονηριά του, χρησιμοποίησε δόλο. Εκείνους τους παλιούς καιρούς σε αυτά τα άτυπα παλιώματα στα μικρά χωριά, δεν υπήρχαν κανόνες. Απλά όποιος έπεφτε κάτω, θεωρείτο ο ηττημένος. Ήξερε λοιπόν το Αντρεούι πως ο Αντωνάς όπως τους αρχαίους Έλληνες δεν χρησιμοποιούσε εσώρουχο. Τον έβλεπε τακτικά στη θάλασσα που όταν έβγαζε τη βράκα και βουτούσε να λουστεί, δεν φορούσε σώβρακο. Έτσι με μπαμπεσιά προσχεδιασμένη από πρίν, στο πάλιωμα επάνω του έλυσε το βρακοζώνι. Η βράκα καθώς πλατιά, άρχισε να γλιστρά και καθώς θα ήταν μεγάλη ντροπή να φανερωθεί η γύμνια του μπροστά σε όλο το χωριό, ο Αντωνάς ξάπλωσε αμέσως χάμω θέλοντας να κρύψει τα απόκρυφα σημεία του. Έτσι αναδείχτηκε νικητής το Αντρεούιν.
Η ιστορία συνέβηκε το 1900 και κάτι, αλλά έμεινε μέχρι σήμερα να εξιστορείται και να διαδίδεται από τους γεροντότερους στους νεότερους. Το Αντρεούι παντρεύτηκε την καλή του, και έκαναν πολλά παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα σε σημείο που σήμερα οι απόγονοι του Κυρηναία να αποτελούν σε πληθυσμό την μεγαλύτερη οικογένεια της Χλώρακας.