Μια φορά έναν καιρό στα δυτικά παράλια της Χλώρακας κοντά σε ένα γκρεμό που έστεκε πολύ ψηλός και πάνω του έσκαγαν τα άγρια κύματα, ζούσε μια έμμορφη χωριατοπούλα, κόρη ενός πλούσιου βοσκού που είχε τη μάντρα του στα χωράφια που εκτείνονταν στη συνέχεια της ακτής. Οι γονείς της την είχαν μη βρέξει και στάξει. Δεν την άφηναν να κάνει χειρονακτικές εργασίες, παρά μόνο όλη μέρα έγνεθε με το αδράχτι της και ύφαινε με το σμιλί της. Και όταν βαριόταν, καθόταν στην άκρη του γκρεμού και αγνάντευε τον μακρύ ορίζοντα κάνοντας ονείρατα παρακαλώντας το Χριστό να στείλει ένα καράβι με ένα όμορφο πριγκιπόπουλο όπως στα παραμύθια. Παρέα με τους γλάρους που πετούσαν στον ουρανό και τα λογιών αλάγια ψάρια που κολυμπούσαν κάτω στο νερό, έστεκε ώρες πολλές με τα ξέπλεκα μαλλιά της να ανεμίζουν στον άνεμο. Μα περισσότερο της άρεσε το ηλιοβασίλεμα που δημιουργούσε έμορφη εικόνα, και που μέσα στις σκιές των χρωμάτων του ήλιου που έσμιγε με τα χρώματα της θάλασσας, καμιά φορά νόμιζε πώς έβλεπε ένα καράβι να αρμενίζει και το βασιλόπουλο της να στέκει στην πλώρη και να της γνέφει.
Η μικρή χωριατοπούλα καθώς ήταν πολλά όμορφη, ευγενείς και πλούσιοι αφεντάδες την ζητούσαν σε γάμο. Όμως αυτή σταθερή στην ιδέα της, καρτερούσε τον πρίγκιπα που θα της έφερνε η θάλασσα. Οι γονείς της πολύ στεναχωριόντουσαν για τη στάση της, και τον πόνο τους τον μαρτυρούσαν στον αγέρα της θάλασσας. Και αυτός θυμωμένος, φύσαγε δυνατά και παρέσερνε το μυστικό της στα πέρατα του κόσμου.
Ώσπου μια μέρα στη μακρινή Βενετιά, ένα όμορφο αγόρι ο Πάρακας, αποφάσισε πως θα γινόταν ο πρίγκιπας της και θα την επισκεπτόταν.
Ήταν ένας ωραίος νέος και ανδρειωμένος πολεμιστής. Ετοιμαζόταν να πάει Σταυροφόρος στα Ιεροσόλυμα να πολεμήσει τους άπιστους, ώσπου άκουσε για την έμορφη Κυπριοπούλα, και μη χάνοντας καιρό, αποφάσισε στο δρόμο του για τους Αγίους τόπους, να περάσει να την γνωρίσει.
Το αρματωμένο καράβι που έπλεε στην άκρη του ορίζοντα μια μέρα, ξαφνικά γύρισε την πλώρη στη στεριά, και με τον ήλιο που έδυε πίσω του, έδειχνε μια σκοτεινή κουκίδα μέσα στα πορφυρά χρώματα που σχηματίζονταν την ώρα που έσμιγε ο ήλιος με τη θάλασσα πέρα στον μακρινό ορίζοντα. Στην πλώρη έστεκε το όμορφο βασιλόπουλο ντυμένο στη γυαλιστερή του φορεσιά αντικρίζοντας από μακριά για πρώτη φορά την κόρη που έστεκε στην άκρια του μεγάλου βράχου φαντάζοντας ίδια η Αφροδίτη με ξέπλεκα τα μαλλιά της ριγμένα πίσω έως τη γης.
Από μακριά μόλις αντικρουστήκαν, αγαπηθήκαν παράφορα και από κοντά μόλις ανταμωθήκαν, αρραβωνιαστήκαν. Οι γονείς της κοπέλας χάρηκαν γιατί ήταν άξιο παλληκάρι, ταυτόχρονα όμως λυπήθηκαν, γιατί ήταν στρατιώτης και θα πήγαινε στον πόλεμο.
Συμφώνησαν λοιπόν να τον περιμένει, και σε ένα χρόνο θα επέστρεφε να παντρευτούν.
Πέρασε λίγος καιρός, και η μακρομαλλούσσα βοσκοπούλα με υπομονή και καρτερία στημένη στο μεγάλο βράχο, καθημερινά αγνάντευε το πέλαγος με το χέρι αντήλιο προσμένοντας τον καλό της να φανεί.
Μια μέρα όμως δυστυχώς, συνέβηκε κάτι τρομερό. Ένα δηλητηριώδες φίδι την δάγκωσε, και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να την κάνουν καλά. Έπεσε σε κώμα για πολλές μέρες και δεν αντιδρούσε. Και όταν με τον καιρό ξανάνιωσε λίγο, παρατήρησε πως το δηλητήριο μέσα της την φαρμάκωσε παντοτινά. Το δέρμα της κιτρίνισε, και οι μύες σε όλο της το σώμα παραμορφώθηκαν. Η άλλοτε υπέροχη ομορφιά της χάθηκε, και το απαλό της δέρμα σκλήρυνε σαν την πέτρα.
Έκλαψε πολύ και είπε,
Χθες, ήμουν όμορφη. Σήμερα, είμαι ένα τέρας.
Ήξερε πως ο καλός της δεν θα την ήθελε πλέον, και παρ όλη τη θλίψη της, αποφάσισε να τον αποδεσμεύσει από τον όρκο του, καθώς η αγάπη που του είχε ήταν πραγματικά πολύ μεγάλη. Ήθελε να τον ξεχάσει για πάντα και να μην τον ξαναδεί. Δεν απαντούσε στα μηνύματα που της έστελλε, προσπαθούσε μ αυτό τον τρόπο να τον κάνει να πιστέψει πως τον ξέχασε.
Όταν πέρασε ένας χρόνος, το πριγκιπόπουλο γύρισε. Έμαθε τα κακά μαντάτα, άλλα αποφάσισε να σταθεί δίπλα της και να την βοηθήσει να γίνει καλά. Δεν τον εμπόδισε η ασχημία του κορμιού της και η σκληράδα του προσώπου της καθώς την αγαπούσε πραγματικά πάρα πολύ. Έτσι γονάτισε μπροστά της άλλη μια φορά, και της ζήτησε να τον παντρευτεί. ΄
Και ώ, τι θαύμα. Μονομιάς η δύναμη της αγάπης κυριάρχησε και κατέκλυσε το είναι της μικρής κοπέλας. Ένιωσε το δηλητήριο στο σώμα της να κύλα και να φεύγει. Αισθάνθηκε καλύτερα, και κατάλαβε πως με την τόση αγάπη τους θα έβρισκε τη δύναμη να γιατρευτεί.
Πραγματικά με τον καιρό η κοπελίτσα γιατρεύτηκε και έγινε σαν πρώτα. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της, και κάθε που έγερνε το δείλη, πήγαιναν στον μεγάλο βράχο, και αγκαλιασμένοι και παντοτινά αγαπημένοι, παρακολουθούσαν τον ήλιο που έγερνε να δύσει, και τον ευχαριστούσαν που τους έφερε και μαζί τους έσμιξε.
Όταν τα χρόνια πέρασαν, η ιστορία έμεινε σαν παραμύθι για τα μικρά παιδιά. Και όταν τα παιδιά μεγάλωναν και ερωτεύονταν, πήγαιναν στον ψηλό γκρεμό του Πάρακα, έτσι ονόμασαν τον ψηλό κρεμμό, και αγναντεύοντας το ηλιοβασίλεμα, έκαναν μια ευχή αγάπης.
Στο Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ στη Χλώρακα, έτρεχε άφθονο νερό και σχημάτιζε μια μικρή λίμνη. Μέσα βουτούσαν οι μανάδες τα μικρά παιδιά γιατί πίστευαν πώς όσοι βαπτίζονταν μέσα, γίνονταν ανθεκτικοί στις ασθένειες. Αυτό γινόταν για χρόνια, ώσπου μια κακή μέρα ένα κακό εξώρκι ήρθε μέσα να λουστεί, και καθώς του άρεσε πολύ, εγκαταστάθηκε εκεί. Ήταν ένα Εξώρκι που είχε τη μορφή κακάσχημης γυναίκας-μάγισσας φοβερής, που σκόρπιζε τρόμο στους ανθρώπους. Κανένας χωρικός δεν τολμούσε να πάει να γιάνει τις αρρώστιες του, ούτε να καλλιεργήσει τα χωράφια. Οι μανάδες έπαυσαν να βαπτίζουν μέσα τα μωρά, και οι κάτοικοι άρχισαν να αρρωσταίνουν και να μην γιανίσκουν.
Στεναχώρια και θλίψη κυρίευσε τους ανθρώπους, αλλά κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει με το κακό. Έμοιαζε η τρομερή ένα μεγάλο ανίκητο θεριό.
Περνούσε ο καιρός λοιπόν, και όλοι παρακαλούσαν τον Θεό να στείλει έναν ανδρειωμένο να διώξει το Εξώρκι. Ο βασιλιάς έβγαλε φιρμάνι πώς όποιο παλληκάρι το έδιωχνε, θα του έδινε το μισό του βασίλειο.
Μια μέρα το λοιπόν, ένα νέος άφοβος και ανδρειωμένος φάνηκε στα μέρη της Χλώρακας. Κρατούσε μια μεγάλη μαγκούρα και ήταν φανερό πώς ερχόταν από μακριά. Κουρασμένο το παλληκάρι, πήγε να ξεδιψάσει και να πληθεί στη μικρή λιμνούλα. Μονομιάς το κακό Εξώρκι, άρχισε να αλαλάζει τρομερά, θέλοντας να τον φοβίσει.
Όμως το παλληκάρι ανδρειωμένο και άφοβο, με πολλή θάρρος άρπαξε τη μάγισσα και με τη μαγκούρα του άρχισε να την δέρνει. Της έδωσε κάμποσες ξυλιές στη ράχη και αυτή με μια φοβισμένη κραυγή έφυγε τρέχοντας, και από τότε κανείς στον τόπο δεν ξανάκουσε γι αυτήν.
Ο λαϊκός θρύλος λέγει πως το ανδρειωμένο παλληκάρι ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και όταν ο βασιλιάς το κατάλαβε, έκτισε προς τιμήν του το εκκλησάκι του Αρχάγγελου πάνω από το Αγίασμα. Δεν ήταν υπέρλαμπρος ναός αλλά μικρό το εκκλησάκι καθώς ήταν ένα φτωχός βασιλιάς, όμως σημασία είχε πώς ο βασιλιάς και οι υπήκοοι του όρισαν τον Άγιο Αρχάγγελο ως προστάτη τους και τον δόξαζαν με περισσή λατρεία από εκείνα τα χρόνια, μέχρι σήμερα.
Το Αγίασμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ έτρεχε μέχρι πρόσφατα και γιάνησκε τους ανθρώπους, και πότιζε τα χωράφια τα οποία γιορκούσαν περίσσια και έδιναν τροφή σε όλο το λαό. Όμως δυστυχώς όπως συνήθως, άπληστοι και άσκεπτοι άνθρωποι, σκέπασαν το Αγίασμα μέσα στη γη, και πάνω έκτισαν πολυκατοικίες και διαμερίσματα. Τώρα έμεινε μόνο το μικρό εκκλησάκι να θυμίζει σε όσους γνωρίζουν το παραμύθι, τον θρύλο του Αρχάγγελου που ντύθηκε άνθρωπος και έδιωξε το κακό Εξώρκι.
Τα παραμύθια έχουν υπόβαθρο κυρίως την κουλτούρα και την παράδοση των λαών, καθώς και τους θρύλους που δημιουργήθηκαν από παραλογές διηγήσεων ζητημάτων που κινούσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων, και μεταποιημένων αναλόγως πώς εξυπηρετείτο το συμφέρον και η φαντασία τους. Γι αυτό το λόγο πολλές ιστορήσεις και διηγήσεις έχουν κοινή ρίζα, κυρίως όσες βασίζονται στη θρησκεία και στα ήθη και έθιμα του κάθε λαού.
Οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τα σκότη της γης κάθε Χριστούγεννα, και γυρίζουν τα σπίτια των χωρικών ψάχνοντας να βρουν χοιρινό κρέας που πολύ τους αρέσει.
Μια φορά ένας καλικάντζαρος φαταούλας που ήρθε στη Χλώρακα να βρει λουκάνικα και κρέας, αλλά έβρισκε παντού κλειδαμπαρωμένα και δεν έβρισκε να φάει, ντύθηκε τη μορφή ανθρώπου και χτύπησε την πόρτα ενός χωρικού ζητώντας του με πολλή επιμονή να του δώσει να φάει. Όμως ο χωρικός ένας σκληροτράχηλος χειροδύναμος γεωργός δεν του έδινε, αλλά ο καλικάντζαρος δεν έφευγε και με πολλή θράσος ζητούσε επίμονα να του δώσει να φάει κρέας. Ο χωρικός θύμωσε πολύ από την μεγάλη επιμονή του, και αρπάζοντας τον, τον έκαμε τουλούμι στο ξύλο.
Ο καλικάντζαρος αφού τις έφαγε πολύ του κακοφάνηκε, και θέλοντας να τον εκδικηθεί πήρε ύφος μειλίχιο και τον ρώτησε το όνομα του, με μια σκέψη στο μυαλό, αργότερα να επιστρέψει με άλλους καλικάντζαρους και να τον δείρουν. Όμως ο πονηρός χωρικός του είπε πως τον λένε Κανένας.
Πάει λοιπόν ο Φαταούλας και βρίσκει τους άλλους καλικαντζάρους. Τους είπε πως τον έδειρε ο κανένας και να πάνε όλοι μαζί να πάρουν εκδίκηση. Οι σύντροφοι του γέλασαν μαζί του νομίζοντας πως ήπιε κρασί και μέθυσε. Αυτός όμως ήθελε εκδίκηση, και επέμεινε πολύ, τόσο πολύ, που τους νευρίασε. Για να ησυχάσουν λοιπόν από τη μουρμούρα του, τον έδεσαν σε μια τρεμιθιά έξω από το εκκλησάκι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου.
Αφού πέρασαν τα Φώτα και έφυγαν οι καλικάντζαροι, δυστυχώς ξέχασαν τον φίλο τους δεμένο στην μεγάλη τρεμιθιά. Και έμεινε εκεί δεμένος για αιώνες να τον περιπαίζουν τα μικρά παιδιά, και να τον παίρνουν οι νοικοκυρές να τους κάνει τις σκληρές δουλειές.
Αυτή την ιστορία μου διηγήθηκε όταν ήμουν μικρός η στετέ μου η Δεσποινού, επιμένοντας πώς είναι αληθινή, και και πως ο καημένος καλικάντζαρος έμεινε για αιώνες δεμένος στην μεγάλη τρεμιθιά μέχρι πρίν ακόμα λίγο καιρό, να κάνει τις δουλειές των νυκοκυρών, και να τον περιγελούν τα παιδιά.
Στον τόπο εκείνο βλάσταιναν πολλές θεόρατες τρεμιθιές πολλών χιλιάδων χρόνων, ώσπου τον τόπο τον αγόρασε η Ζήνα Κάνθερ και τον δώρισε σε Χλωρακιώτες, οι οποίοι όμως τις έκοψαν για να κτίσουν διαμερίσματα και να ανοίξουν δρόμους. Όμως η μεγάλη τρεμιθιά που σε αυτήν ξέχασαν δεμένο τον σύντροφο τους οι καλικάντζαροι, στέκει ακόμα να θυμίζει την παλιά ιστορία, αλλά και το μένος των ανθρώπων που για την ανάπτυξη και την πρόοδο τους δεν δίστασαν παράνομα να κόψουν τα αιωνόβια δένδρα. Η περιοχή από τότε ονομάζεται οι τρεμιθιές της Ζήνας.
Ο Κατσικοπόδαρος είναι Μέγας Καλικάντζαρος, και είναι ο πιο ελεεινός και ο πιο γρουσούζης από όλους τους άλλους. Όπου βάλει το ποδάρι του φέρνει καταστροφή και αναποδιά. Μια φορά την εποχή των Χριστουγέννων πρίν καιρό σε μια επίσκεψη του στη Χλώρακα, τρύπωσε στο μπακάλικο του χωριού, και καθώς βρήκε πολλές λιχουδιές δεν έλεγε να φύγει. Πέρασαν τα Φώτα, και αυτός ντυμένος σε αόρατη μορφή, έμεινε εγκατεστημένος και έτρωγε ότι έβρισκε στα ράφια.
Τα τρόφιμα και τα γλυκά λιγόστευαν και τα ράφια άδειαζαν, οπότε ο καημένος ο Στάθιος ο μπακάλης κατάλαβε πως στο μαγαζί του εγκαταστάθηκε κάποιος ανεπιθύμητος μουσαφίρης, και καθώς επίσης όλα του πήγαιναν ανάποδα, συμπέρανε πως είχε συγκάτοικο τον Καλικάντζαρο τον κατσικοπόδαρο.
Έφερε αγιασμό και ράντισε, αλλά τίποτα δεν κατάφερε. Έφερε τον παπά και ξόρκισε το κακό, αλλά πάλι τίποτα. Έπεσε σε βαθιά συλλογή και λυπημένος μια νύχτα στην ταβέρνα του χωριού, έλεγε τον πόνο του στον φίλο του τον Βάσο.
Ο Βάσος του λέγει,
-μην στενοχωριέσαι φίλε μου, κάτι θα σκεφτούμε, θα του στήσουμε παγίδα και θα τον πιάσουμε.
Σκέφτηκαν και ξαασκέφτηκαν, και αποφάσισαν τι να κάμουν.
Αγόρασαν ωραία γλυκά και τα έβαλαν σε μια άκρη πάνω στο ράφι, και αφού τα σύνδεσαν με σπάγκο και ένα σακούλι γεμάτο αλεύρι παρακάθισαν περιμένοντας.
Όταν ο καλικάντζαρος είδε τα γλυκά, με την αόρατη του μορφή ποταβρίστηκε και τα άρπαξε. Όμως ώ τι κακό γι’ αυτόν, τράβηξε μαζί το σακούλι που γέρνοντας άδειασε το αλεύρι πάνω στο κορμί του. Αμέσως το σώμα του βάφτηκε άσπρο, και πήρε τη μορφή του. Τον βλέπουν οι δυο φίλοι, και αρχίνισαν να τον δέρνουν. Του έδωσαν τόσες πολλές πατσαρκές, που ο καλικάντζαρος ακόμη τρέχει και φεύγει μακριά.
Μια φορά ήταν ένας ποταμός, ο ποταμός της Βρέξης έτσι τον έλεγαν, που έτρεχε ήρεμα μέσα σε ένα ξέβαθο φαράγγι. Τα νερά του ήταν καθαρά και μέσα ζούσαν ψάρια και βάτραχοι. Επειδή ήταν αβαθής, οι άνθρωποι τον περνούσαν χωρίς να στήνουν γέφυρες, κάποτε πηδώντας, κάποτε ρίχνοντας μέσα του μερικές μεγάλες πέτρες φτιάχνοντας δρόμους, έτσι που να μην βρέχονται από τα ήρεμα και αργά νερά του. Τα ζώα τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερο βαθιά, και από αυτόν ποτίζονταν άμα διψούσαν. Ξεκινούσε ο ποταμός από τα ψηλά βουνά και κατέληγε στη θάλασσα , αλλά πριν τα γλυκά νερά σμίξουν με τα αλμυρά, ήταν στενός και δύσβατος με καλαμιώνες βάτα και άλλα δένδρα που βλάσταιναν στα πλευρά του, ενώ εκεί που έσμιγαν τα νερά πλάταινε και άνοιγε, σχημάτιζε μια μεγάλη ήρεμη και αβαθή λίμνη πάνω στην άμμο του γιαλού.
Δίπλα στον ποταμό τα χωράφια ήταν πέτρινα, ήταν καυκάλλες, δεν μπορούσαν να οργωθούν ούτε να καλλιεργηθούν. Κάτω στην τέλειωση του ποταμού που άρχιζε η θάλασσα, είχε ένα μικρό κομμάτι γης που ήταν μόνο χώμα, εκεί διάλεξε και έφτιαξε ένα μικρό περβόλι ένας φτωχός και ορφανός νέος που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Με τα χέρια το καλλιεργούσε, με τα χέρια κουβαλούσε νερό και το πότιζε. Ήταν μια δύσκολη ζωή που περνούσε, αλλά κουτσά στραβά τα κατάφερνε. Δεν είχε κανένα παράπονο από τα δύσκολα, γιατί του άρεσε μετά την κοπιαστική δουλειά να λούζεται στη λίμνη και ύστερα να ανεβαίνει λίγο πιο ψηλά, να κάθεται και να συνομιλά με τον γέρο ποταμό, με αυτό τον τρόπο άφηνε πίσω του κόπους και στενοχώριες.
Και περνούσε ο καιρός, το παλικάρι αγάπησε μια κοπέλα που κατοικούσε πάνω στο χωριό, την ζήτησε από τον πατέρα της, αλλά αυτός περιπαικτικά του απάντησε πως άμα κατάφερνε να γίνει πλούσιος, να του την ξαναγυρέψει.
Ο νταλκάς που είχε ο νέος για την κοπέλα ήταν μεγάλος, έλαβε πολύ σοβαρά υπ όψιν τα λόγια του πατέρα της, καθόταν και σκεφτόταν με παρέα τον ποταμό, τι να έκαμνε για να γίνει πλούσιος. Ώσπου μια μέρα τούρθε μια καλή ιδέα, και είπε να την συζητήσει φωναχτά με τον φίλο του τον ποταμό:
-Αν είχα ένα Μύλο και άλεθα τα σιτάρια και τα κριθάρια του κόσμου, γρήγορα θα γινόμουν πλούσιος.
Ήξερε όμως ότι αυτό δεν ήταν μπορετό, γιατί το νερό που έτρεχε στον ποταμό ήταν στον πάτο του φαραγγιού, ήταν πιο χαμηλό από τη γη που ήταν δική του, ώστε δεν θα μπορούσε να γυρίζει το μύλο. Όμως ο ποταμός του απάντησε,
-Εσύ κτίσε το Μύλο, και εγώ θα τον γυρίσω…
Ξεκίνησε το παλικάρι να κτίζει το μύλο, οι χωριανοί τον έβλεπαν και τον περίπαιζαν. Μα ο νέος χωρίς να τους λαμβάνει υπ όψη, συνέχισε να κτίζει. Πέρασε ο καιρός, τέλειωσε το κτίσιμο, και ήταν ένας ωραίος στρογγυλός μύλος. Ύστερα επισκέφτηκε τον τοκογλύφο του χωριού, δανείστηκε χρήματα και αγόρασε τους μηχανισμούς για να γυρίζει και να αλέθει ο Μύλος. Αυτό που παρέμενε ήταν ο ποταμός να γυρίσει τον Μύλο όπως του είχε υποσχεθεί. Δεν ανησυχούσε, ήξερε ότι θα κρατούσε την υπόσχεση του…
Και μια μέρα του χειμώνα ο ποταμός πάνω στα ψηλά βουνά στην αρχή ανακατεύτηκε, ύστερα άρχισε να αναστενάζει, αλλά γρήγορα ανακάλυψε τη χαρά να πηδάει πάνω από τους βράχους, και μ' ένα μουγκρητό άρχισε να ισοπεδώνει δέντρα καλάμια και βάτα, και να ανοίγει δρόμους, πηδώντας πάνω από εμπόδια και ορμώντας ενάντια στους βράχους. Το νερό που κατέβαινε στη θάλασσα έγινε θολό, ανέβηκε ψηλά σχεδόν ισα με τις όχτες. Το ποτάμι κατέβασε νερό από τα βουνά και ψήλωσε η στάθμη μέσα στις όχτες, σχεδόν ισα να ξεχειλίσουν. Πάει το παλικάρι, ανοίγει ένα αυλάκι και οδήγησε το νερό στη φτερωτή του Μύλου, που άρχισε να γυρίζει. Ο κόσμος έτρεξε σε αυτόν, ήθελε να αλέσει το σιτάρι.
Και βλέποντας όλα αυτά και πολλά ακόμα που δεν σας διηγούμαι, το παλικάρι έγινε άρχοντας του χωριού και όλου του τόπου, ύστερα στάθηκε στην άκρη του ποταμού εκεί που έστεκε πάντα, και δύο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Είχε τον ποταμό για φίλο του, ήταν πλούσιος και θα παντρευόταν την καλή του, ήταν απόλυτα ευχαριστημένος.
Ή Ρήαινα είσιεν τό παλάτιν της πάνω στην Φάβρικαν. Ό Διενής ήθελε την Ρήαιναν γιά γυναίκα του.
Η Ρήαινα είπεν του,
-Αν μου φέρεις νερόν στην Πάφον εν νά σέ πάρω άντρα μου.
Ο Διενής έκαμε τότε το πετραύλακον τζαι έφερε τό νερόν που την Τάλαν. Η Ρήαινα, άμα έφερε τό νερόν, εμετάνωσεν τζιαι γέλασε του Διενή. Τότες ο Διενής εθύμωσεν. Εστάθηκεν πάνω στόν Μούτταλλον (λόφον του Κτήματος) τζιαι πήρεν μιαν πέτραν τζιαι έρριψεν της την. Τζιαί η πέτρα στέκει ώς την σήμερον δίπλα που τον άην αγαπητικόν τσιαι Μισητικόν, τζιαί φέρει πάνω την σπαθκιάν του Διενή. Ή πέτρα έν τής έμπλασεν. Η Ρήαινα εθύμωσεν τζιαί τζιείνη τζιαί έρριψεν του τ' άδράχτιν της, μά έν του έμπλασεν. Τσιαι το αδράχτιν έππεσεν κάτω που τον Μούτταλον, μέσα σ ένα χωράφι της Γλώρακας
Η Ρήγαινα αν και πρόσωπο πραγματικό, η λαϊκή παράδοση της Κύπρου την κατέταξε στους θρύλους και τις παραδόσεις της νήσου. Την συσχετίζει με τον Διγενή και της αποδίδει πολλά μεσαιωνικά κάστρα, φρούρια και χωριά.
Η Ρήγαινα της Πάφου ήταν μια πανέμορφη κυρά και πολεμίστρια που διαφέντευε τον τόπο από τα Παλαιόκαστρα μέχρι την πόλη της Χρυσοχούς. Κανείς εχθρός δεν μπορούσε να την νικήσει, γιατί ήταν περισσότερο έξυπνη από ένα στρατηλάτη, και κατοικούσε σε καλά οχυρωμένους πύργους. Είχε τον πύργο της στα Κτιστά κοντά στη Χλώρακα μια απέραντη παραλιακή πεδιάδα, που αρχίνιζε από την πέτρα του Ρωμιού και τέλειωνε στον Ακάμα. Οι υπήκοοι της ασχολούνταν με τη γεωργία, καλλιεργώντας ζαχαροκάλαμα, και τεύτλα, παράγοντας ζάχαρη την οποίαν φόρτωναν σε καράβια στο λιμάνι της Πάφου και τη διακινούσαν σε όλη την σύγχρονη Ευρώπη. Κατασκεύαζαν ζάχαρη σε μια εποχή που η Αφρική ήταν πολύ μακριά από την Ευρώπη, έτσι η Κυπριακή ζάχαρη ήταν περιζήτητη καθώς εύκολα την αποκτούσαν ένεκα των μικρών αποστάσεων. Η ζάχαρη κυρίως κατασκευάζεται από τα ζαχαροκάλαμα, αλλά επειδή τη Κύπρο κατά καιρούς μάστιζαν μεγάλες ανομβρίες, η έξυπνη Ρήγαινα σκέφτηκε να παράγει τη ζάχαρη από τα τεύτλα τα οποία δεν χρειάζονταν πολύ νερό για την καλλιέργεια τους.
Ήταν λοιπόν η Ρήγαινα μια καλή βασίλισσα που η εξυπνάδα της ήταν ξακουστή όπως και η πονηριά της, αλλά και η ομορφιά της.
Ο θρύλος λέει πως ο ήρωας Διγενής Ακρίτας άκουσε για την ομορφιά της, και θέλοντας να την γνωρίσει όταν πέρασε από τα μέρη της Πάφου, βλέποντας την την αγάπησε.
Ο Διγενής ήταν ξακουστός Ακρίτας φύλακας των συνόρων του Βυζαντίου, και θέλοντας να απαλλάξει τη χώρα του από έναν επικίνδυνο Σαρακηνό, τον κυνήγησε μέχρι την Κύπρο για να τον εξοντώσει. Τον κυνήγησε λοιπόν, και στο κατόπι του ξεμπάρκαρε στη Μόρφου. Τον είδε μακριά να τρέχει να γλυτώσει, οπότε ακουμπώντας το χέρι του στο βουνό του Πενταδάχτυλου, έδωσε ένα σάλτο για να το φτάσει. Το χέρι του έμεινε αποτυπωμένο στο ψηλό βουνό, και από το σχήμα των δαχτύλων του, ονομάστηκε Πενταδάχτυλος. Ο Σαρακηνούς καταδιωκόμενος έφτασε στην Πάφο και μπήκε σε ένα πλοίο να φυγει. Ο Διγενής αφού δεν τον προλάβαινε, άρπαξε μια πέτρα και σημαδεύοντας, την έριξε και βύθισε το πλοίο. Είναι η πέτρα του Ρωμιού ο θεόρατος μεγαλοπρεπής βράχος που ευρίσκεται στην άκρια της θάλασσας ως σύνορο και σήμα κατατεθέν εκεί που αρχινά η Πάφος.
Φθάνοντας λοιπόν στην Πάφο, συνάντησε τη Ρήγαινα, την αγάπησε και θέλησε να την κάμει γυναίκα του.
Μα η πονηρή βασίλισσα που δεν ήθελε για σύζυγο της ανώτερο της να τη διατάσσει, για να τον αποφύγει του ζήτησε να αποδείξει την αξία του πραγματοποιώντας έναν άθλο. Του ζήτησε να φέρει νερό από τη μακρινή Τάλα για να ποτίζουν οι υπήκοοι της τα ζαχαροκάλαμα και τα τεύτλα.
Μα ο Διγενής που δέχτηκε την πρόκληση της, ήταν υπεράνθρωπος και προς μεγάλη δυσαρέσκεια της έκτισε ένα μακρύ πετραύλακο και έφερε το νερό στους αγρούς και πότισε όλη την παραλια κκαι τήν πεδιάδα.
Η Ρήγαινα κακοφανισμέη σκέφτηκε τι να κάμει να τον αποφύγει, και αποφάσισε να μπει σε ένα πλοίο να φύγει λίγο καιρό μακριά σε γειτονική φιλική χώρα μέχρι να βαρεθεί και να εγκαταλείψει τη Κύπρο, να πάει στη χώρα του και στη δουλειά του.
Μα ο Διγενής οργίστηκε και ανεβαίνοντας στο ψήλωμα της Βίκλας στο Μούτταλο, άρπαξε μια μεγάλη πέτρα και την έριξε στο καράβι να το βουλιάξει και να την πνίξει μέσα στα αλμυρά νερά της θάλασσας. Για καλή της τύχη η πέτρα έπεσε λίγο πριν τη θάλασσα, και μέχρι σήμερα ευρίσκεται εκεί δίπλα στον Άη Αγαπητό και Μισητό, και ονομάζεται η πέτρα του Διγενή, και φέρει πάνω του τη σπαθιά του Διγενή, καθώς πάνω της είναι το σημάδι όταν την χτύπισε με το σπαθί του για να την ξεκολλήσει και να την ρίξει στο πλοίο.
Μα η Ρήγαινα οργίστηκε, και ως δεινή και δυνατή πολεμίστρια, άρπαξε ένα θεόρατο κίονα και του τον έριξε να τον σκοτώσει. Έπεσε παραδίπλα του κάτω από το λόφο που στεκόταν σε ένα χωράφι της Χλώρακας που ανήκε στον Νικόλαο Αλεξάνδρου. Ο κίονας είχε ύψος τέσσερα μέτρα και διάμετρο ένα, και ονομάστηκε από τους κατοπινούς αδράχτι της Ρήγαινας, καθώς στην κορφή είχε μια συμμετρική σφαίρα, που του έδινε τη μορφή ίδιο με γιγαντιαίο αδράχτι. Ήταν φυτεμένο μέσα στη γη στον ίδιο αγρό μέχρι το 1963 περίπου που αρχίνισαν οι διακοινοτικές ταραχές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οπότε οι Τουρκοκύπριοι το έκλεψαν και το τοποθέτησαν στην αυλή του σχολείου τους στο κέντρο της συνοικίας του Μουττάλου.
Υ.Γ.
Στα παράλια της Χλώρακας λίγο πρίν την τέλειωση του χωριού όπου αρχινά η Κάτω Πάφος, ευρίσκονται κάποια απομεινάρια από το αυλάκι που έκτισε ο Διγενής.
Στην παραλία του Κοτσιά βλαστούν τα κρίνα του γιαλού, ένα είδος άγριου λουλουδιού σύμβολα της Θεϊκής δημιουργίας και της επιθυμίας των ανθρώπων για την τελειότητα. Είναι λευκά μεγάλα λουλούδια που ξεφυτρώνουν ανθοβολώντας μέσα στη στεγνή έρημη γη, με ένα μοναδικό μεθυστικό άρωμα, κυρίως όταν βραδιάζει.
Μια ιστορία λέει πώς,
μια φορά ένας νεαρός ψαράς με τη βάρκα του που ξανοιγόταν τις νύχτες στα βαθιά για να ρίξει τα δίχτυα του, κατά τον Αύγουστο και Σεπτέμβρη μια χρονιά, όταν έπλεε δυτικά της Χλώρακας, μέσα στις σκοτεινές νύχτες έβλεπε να λαμπιρίζει ένα φως έξω στη στεριά στη μεριά του Κοτσιά, που τον μαγνήτιζε και τον καλούσε. Αρκετές φορές έσυρε τα κουπιά και βγήκε στη στεριά, αλλά κάθε φορά, το λαμπύρισμα έσβηνε.
Αυτό κράτησε αρκετές νύχτες, και αρκετές ήταν οι φορές που παράτησε το ψάρεμα για χάρην της περιέργειας του να μάθει τι ήταν αυτό το λαμπύρισμα που τον μαγνήτιζε. Του έγινε έμμονη ιδέα, ήταν σίγουρος πώς μια δύναμη του φώναζε, ίσως μια λάμια να τον προσκαλούσε. Έτσι παραδομένος στις σκέψεις αυτές, αποφάσισε πώς έπρεπε να ακολουθήσει το κάλεμα γιατί ήταν το πεπρωμένο και το γραφτό της μοίρας του έτσι να γίνει.
Αφού λοιπόν με τον τρόπο αυτό δεν μπόρεσε να λύσει το μυστήριο, αποφάσισε μια φορά, να πάει από το δείλη να παραφυλάξει έξω στη στεριά, ώστε να διαπιστώσει την αλήθεια, τι ήταν το φως που ένιωθε πως του είχε κάνει μάγια.
Πήγε λοιπόν από ενωρίς το δείλις και διάλεξε ένα ψηλό βράχο όπου από εκιά κρυμμένος, μπορούσε να κατοπτεύει όλη την παραλία.
Όταν έδυσε ο ήλιος και το σκοτάδι απλώθηκε, είδε από το χωριό μια όμορφη νια να ροβολά την κατηφόρα προς τη θάλασσα, στην παραλία του Κοττσιά. Κρατούσε στο χέρι ένα φανό θυέλλης που περπατώντας το φως τάρασσε και με το κούνημα λαμπίριζε σαν άστρο που τρεμοσβήνει. Μόνη και παντέρμη χωρίς να σκιάζεται για φόβο ή να αροχημά, βάδιζε αγέρωχη και λικνιστή στο στενό μονοπάτι προς την παραλία.
Πολλές οι σκέψεις του παλληκαριού, πολλά τα ερωτήματα του. Κυριευμένος από επιθυμία να λύσει το μυστήριο που τον βασάνιζε τόσες μέρες, αλλά και καθώς την αντίκρισε ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά, πήρε θάρρος και της φώναξε και τη ρώτησε τί γυρεύει μέσα στη σκοτεινή νύχτα.
Και αυτή του αποκρίθηκε χωρίς να φοβηθεί, καθώς και αυτή μόλις τον αντίκρισε ένιωσε το ίδιο.
Και του απάντησε πώς τα βράδια ερχόταν να μυρίσει τις σπάνιες ευωδιές από τα κρίνα της θάλασσας, γιατί όταν έπεφτε η νύχτα ανάδυαν περίσσια σπουδαία μυρωδιά.
Ήταν γραφτό ντους τοιουτοτρόπως να γνωριστούν και να ερωτευτούν κεραυνοβόλως, ήταν γραφτό τους να ζαλιστούν από την ευωδιά των σπάνιων λουλουδιών και να αγαπηθούν παράφορα και να παντρευτούν.
Και έμεινε ο τρόπος γνωριμίας τους σαν ένα παραμύθι να το λέγουν οι μεγάλοι στα μικρά παιδιά.
Τα χωράφια στον Πηλό σμίγουν με τη θάλασσα, και όταν είναι βαρυχειμωνιά λάσπες και πηλοί παρασέρνονται στη θάλασσα από τη βροχή, ενώ όταν η θάλασσα είναι τρικυμειώδης, τα κύματα βγαίνουν στη στεριά και τραβούν τα χώματα της γης, μέσα στα θάλασσα.
Τα χώματα είναι μαλακά και εύκολα σκάβονται, γι αυτό το λόγο η περιοχή κάποιες φορές χρησίμευε από τους πειρατές μέσα να κρύβουν μπαούλα θησαυρών που κούρσευαν και πλιατσικολογούσαν.
Οι γεροντότεροι έλεγαν ιστορίες πώς ήταν καταραμένος τόπος, ένας τόπος που φιλοξενούσε ληστές και δολοφόνους, και πώς τις ανέστερες νύχτες ένα φανάρι θυέλλης έβγαιναν με τις βάρκες τους και άναβαν φωτιές για να μετρήσουν τη λεία τους.
Αυτό συνέβαινε έως την εποχή τους Εγγλέζους οι οποίοι αποικίζοντας την Κύπρο, πολέμησαν και εξολόθρευσαν τους πειρατές. Όμως οι γονιοί συνέχιζαν να λένε ιστορίες στα άτακτα παιδιά, εκφοβίζοντας τα ώστε να είναι φρόνημα και υπάκουα.
Τη γη ολόκληρη ακολούθως την έσκαψαν οι άνθρωποι, προσδοκώντας να ανακαλύψουν χρυσαφικά και πλούτη. Χωρίς να γνωρίζει κανείς με σιγουριά αν κάποιος βρήκε οτιδήποτε, πολλοί λέγουν πώς ένας χωρικός που για καιρό έσκαβε την περιοχή, βρήκε ένα μπαούλο γεμάτο χρυσάφι το οποίο χρησιμοποίησε και έγινε τοκογλύφος. Ο τοκογλύφος είναι επάγγελμα αρχαίο που θα υπάρχει πάντα, πολύ προσοδοφόρο και επικερδές. Ένα επάγγελμα που το κάνουν μόνο σκληροί και απάνθρωποι, που δεν λυπούνται κανένα κακομοίρη φτωχό, που με στυγνότητα παίρνουν πίσω τα δανικά που έδωσαν με υψηλά επιτόκια, ή αντί γι αυτά, τις υποθηκευμένες περιουσίες για φακές επί πίνακι. Ο κόσμος δεν τουςσυμπαθεί, και με χαρά θα του απέφευγε, αλλά δυστυχώς πολλοί όταν έχουν ανάγκη προσφεύγουν σ αυτούς μη έχοντας άλλη επιλογή. Οι τοκογλύφοι δεν αναζητούν τα θύματα τους, καθώς πάντα όλοι οι δυστυχείς που φτάνουν σε οικονομικά αδιέξοδα, πηγαίνουν μόνοι τους να τους παρακαλέσουν.
Όσοι προσωπικώς γνωρίζουν έναν τοκογλύφο, τον σιχαίνονται, αλλά και τον φοβούνται. Το άκουσμα του ονόματος από μόνο του προκαλεί φόβο, ενώ η συνεργασία μαζί του, πάντα καταλήγει σε συμφορά.
Ο τοκογλύφος της Χλώρακας λοιπόν απόκτησε πολλά πλούτη, τα οποία κέρδισε εκμεταλλευόμενος τη δυστυχία των πτωχών, γι αυτό και όπως πολλοί άνθρωποι πιστεύουν, ο Θεός τον τιμώρησε και δεν τον άφησε να τα χαρεί. Τι κι αν απόκτησε το μισό χωριό, τι κι αν γέμισε και ξεχείλισε το παλιό χρηματοκιβώτιο του, τι κι αν είχε άλλα τόσα να παίρνει από τους δανειολήπτες τους οποίους ξέσφιγγε σαν λεμονόκουπα και ύστερα τους άφηνε στη μαύρη τους φτώχεια. Όλοι τον μισούσαν και τον εχρεύονταν, και τα παιδιά του ντρέπονταν καθώς έβλεπαν πόση δυστυχία σκορπούσε γύρω του σε ανθρώπους γείτονες τους, φίλους τους και συγγενείς τους.
Ο τοκογλύφος δεν ξεχώριζε ούτε συγγενείς ούτε φίλους. Ήταν πολύ άπληστος, γι αυτό επέκτεινε τις δανειοληπτικές του εργασίες στο γειτονικό Τουρκοκυπριακό χωριό.
Εκείνο τον καιρό μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων υπήρχε διαμάχη και αναταραχή, αλλά παρ όλα αυτά ο τοκογλύφος υπό την επήρεια τα απληστίας είχε μαζί τους δοσοληψίες. Αυτή την απληστία του όμως την πλήρωσε με τη ζωή του, καθώς ένας νεαρός Τούρκος που του χρωστούσε αντί να τον εξοφλήσει, αποφάσισε να τον σκοτώσει. Έτσι μια αυγή του έστησε καρτέρι και τον σκότωσε με ένα πυροβολισμό στο κεφάλι. Κανείς δεν λυπήθηκε, κανείς δεν έκλαψε, ακόμα και η αστυνομία δεν διερεύνησε εξονυχιστικά το φονικό.
Η ιστορία της εκμετάλλευσης των ανθρώπων διήρκησε πολλά χρόνια. Όταν κάποιος επιτήδειος κατάφερνε να τον ξεγελάσει, όλοι χαίρονταν και έλεγαν καλά να πάθει. Υπήρξαν λίγα περιστατικά, και το κάθε ένα ο απλός πληθυσμός το σχολίαζε για καιρό στα καφενεία, θέλοντας τοιουτοτρόπως να δείξουν την ευχαρίστηση τους.
Μια φορά ένας νεαρό παιδί μισταρκός σε ένα βοσκό, ερωτευμένος με μια κοπέλα φτωχή που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, θέλησε να την παντρευτεί.
Φτωχός αυτός, φτωχή και αυτή, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Πέρα στους κάμπους που έβοσκε τα πρόβατα, ο νους του γύριζε τι να κάμει. Σκεφτηκε λοιπόν, πως με δόλιο τρόπο ίσως να ξεγελούσε τον τοκογλύφο.
Για την εργασία του αμοιβόταν ελάχιστα, χρήματα όμως που τα φύλαγε καλά, γιατί από πολύ μικρό παιδί αγαπούσε την κοπελίτσα και ήθελε να αγοράσει μια μικρούλα κάμαρη να ζήσουν μαζί. Φυλάγοντας όλα όσα πληρονώταν κατά τη διάρκεια πολλών χρόνων εγασίας, κατάφερε να εξοικονομήσει έξι λίρες τις οποίες είχε σαν ανεκτίμητο θησαυρό.
Ήξερε όμως πώς με έξι λίρες μόνο και με την εργασία του ως παραπαίδι, κανείς δεν θα του πουλούσε έστω ένα μικρό σπιτάκι. Για αυτό, απελπισμένος από έρωτα, κατέστρωσε ένα απλοϊκό σχέδιο και το εφάρμοσε.
Ο τοκογλύφος καθόταν πάντα πίσω από το πάγκο του καφενείου - μπακάλικου που το λειτουργούσε ώστε εκεί να τον βρίσκουν οι πελάτες του. Στέκοντας πίσω από το πάγκο φάνταζε ψηλότερος από τους θαμώνες που κάθονταν στα χαμηλά τραπέζια, έτσι με αυτό τον τρόπο ήθελε να τους επιβάλλεται αφ υψηλού. Πάει ο νεαρός βοσκός, και όπως καλά οργάνωσε στο νου του το σχέδιο, στάθηκε στον πάγκο και παράγγειλε καφέ. Στάθηκε για αρκετή ώρα ώσπου ο τοκογλύφος νευρίασε και αποπήρε το νεαρό παιδί,
-γιατί δεν κάθεσαι σε ένα τραπέζι.
Και τάχατες το παιδί νευριασμένο του απαντά,
-Γιατί μιλάς με αυτό τον τρόπο επειδή είσαι πλούσιος, νομίζεις πώς εμείς δεν έχουμε λεφτά;
- όχι δεν έχεις,
-πας στοίχημα;
-πάω,
-αν έχω έξι λίρες, μου πουλάς το μικρό σπιτάκι στο πάνω χωριό για είκοσι λίρες;
Ήταν το έναυσμα που προκάλεσε τον τοκογλύφο καθώς ήξερε πώς το μικρό παιδίν μια λίρα δεν μπορούσε να έχει πόσο μάλλον έξι.
Και πήγαν το στοίχημα, και έκαμαν ττόκκα.
Ακολούθως το μικρόν παιδί βγάζει από τη τσέπη τις έξι λίρες και του τις προσφέρει. Ο κακός τοκογλύφος καταλαβαίνοντας πώς την πάτησε και έχασε, εντούτοις αρνήθηκε το στοίχημα γιατί το μικρό σπιτάκι άξιζε περισσότερο από εκατό λίρες.
Όμως ο μικρός βοσκός τον πήρε δικαστήριο με μάρτυρες τους θαμώνες του καφενείου για τη συμφωνία τους, και ο δικαστής ανάγκασε τον τοκογλύφο να πωλήσει το σπίτι για είκοσι λίρες μόνο. Το παιδί απόκτησε σπίτι και παντρεύτηκε την καλή του, ενώ το πάθημα του τοκογλύφου κατάντησε ανέκδοτο και όλοι οι κάτοικοι τον περιγελούσαν, μια ιστορία που μέχρι σήμερα ύστερα από εκατό χρόνια οι άνθρωποι τη λένε και να γελούν.
Οι άνθρωποι που ζουν σε ένα τόπο, θα ήθελαν να γνωρίσουν τι έκαναν οι προηγούμενοι τους, τη ζωή, τις προλήψεις, τα πιστεύω , την καταγωγή και τα γεννοφάσκια τους. Η στετέ μου που δεν ζει πλέον, μου είπε μια φορά πως, κάποιοι κάτοικοι της Χλώρακας έχουν ρίζες καταγωγής όμορφες νεράιδες οι οποίες μια φορά εζούσαν σε μια όμορφη καταπράσινη λαγκαδιά εκεί στην τέλειωση του χωριού.
Ήταν ένας όμορφος τόπος με αστείρευτο νερό που ανέβλυζε από τη γη και σχημάτιζε ρυάκια που διασχίζοντας την πυκνή βλάστηση, ενώνονταν και σχημάτιζαν ένα μεγάλο ποταμό που κατέληγε στη θάλασσα του Κοτσιά.
Είχε πολλή άγρια βλάστηση, πανύψηλα δένδρα τα οποία θέλοντας το ένα να προσπεράσει το άλλο σε ύψος, σχημάτιζαν σκάλες μέχρι τον ουρανό. Όλη η Κυπριακή χλωρίδα ήταν βλαστημένη, και τα άγρια λουλούδια χρωμάτιζαν το τοπίο κάνοντας το να μοιάζει παράδεισος, πανέμορφο τοπίο όπου εκεί θα ήθελαν να ζουν όμορφες νεράιδες. Η άγρια βλάστηση και τα τσουχτερά βάτα σχημάτιζαν αδιαπέραστο τοίχος που κανείς άνθρωπος δεν μπορούσε να διαβεί. Τοιουτοτρόπως μόνο άγρια ζώα και ξωτικά θα μπορούσαν να ζήσουν. Τα βάτα κατάφορτα μούρα κόκκινα και μαύρα, ήταν πρόκληση για τις νεράιδες, καθώς ήταν εύκολη τροφή γι’ αυτές.
Οι νεράιδες υπάρχουν στην πραγματικότητα για όποιον πραγματικά πιστεύει στην ύπαρξη τους. Και όποιος πραγματικά πιστεύει, μπορεί να τις δει να πετούν στον ουρανό όταν έχει πανσέληνο, ακόμα μπορεί να τις δει να χορεύουν μέσα σε λίμνες αν έχει την υπομονή να τις παραμονεύσει όταν βγαίνουν τα μεσάνυχτα τις καλοκαιρινές νύχτες και στήνουν χορό.
Οι νεράιδες έχουν πολλές μορφές και μεταμορφώνονται άλλοτε σε ζώα, άλλοτε σε πουλιά, αλλά κυρίως αρέσκονται να παίρνουν ανθρώπινη μορφή. Συνήθως κατοικούν σε λιβάδια, σε ρυάκια και σε λίμνες.
Έχουν πατρίδα μια χώρα που κανείς δεν γνωρίζει, αλλά όταν βγαίνει το φεγγάρι ολόγιομο, ντύνονται τα φτερά τους και το ακολουθούν. Από ψηλά κοιτάζουν τη γη, και όπου αντικρύσουν ρυάκια και λίμνες, παίρνουν βουτιά και λούζονται στα κρύα νερά. Ένας όμορφος τόπος που αγαπούσαν οι Νεράιδες μου έλεγε η στετέ μου η Δεσποινού, ήταν οι Κλούνοι.
Οι Κλούνοι ήταν ένα απότομο φαράγγι που η φύση το κατασκεύασε με μοναδική ομορφιά. Ένα μικρό καταπράσινο κομμάτι γης τοποθετημένο στα ριζά των αβαθή γκρεμμών στις παρυφές του χωριού. Αποτελείτο από άγρια βλάστηση με καλαμιώνες, βάτα, σχοίνα και μυρσίνια. Είχε θεόρατους δρύες και βελανιδιές που ξεπρόβαλλαν πάνω από το βαθύ πράσινο. Είχε αδιαπέραστη βλάστηση που μέσα είχαν τις φωλαιές των αμέτρητες αλεπούδες, είχε βλαστημένη όλη την Μεσογειακή χλωρίδα.
Ήταν ένα τοπίο κατασκευασμένο από το χέρι του Θεού με αδιαπέραστη βλάστηση και με τα άγρια βάτα πυκνά και επικίνδυνα, ώστε ουδέποτε κινδύνευσε από τη βόσκηση, ούτε ανθρώπου χέρι για εκατοντάδες χρόνια μπόρεσε να επέμβει.
Το νερό ανέβλυζε μέσα από τη γη και σχημάτιζε μικρά ρυάκια που έρεαν ανάμεσα στους καλαμιώνες ασταμάτητα ολημερίς και βράδυ όλους τους χειμώνες κι όλα τα καλοκαίρια ποτίζοντας τη χλωρίδα που βλάσταινε μοναδική και ποικιλόμορφη.
Ήταν ένας πράσινος τόπος με απαράμιλλο κάλλος, ένας τόπος άγριας πανίδας και χλωρίδας.
Η στετέ μου η Δεσποινού ήταν μια καλωσυνάτη γυναίκα που ήξερε πολλά παραμύθια και ιστορίες, αλλά και λαϊκά τραγούδια που μιλούσαν για Ρηγάδες και Ακρίτες. Πολλές φορές όταν ήμουν μικρός, την παρακαλούσα να μου τραγουδήσει τραγούδια και να μου εξιστορήσει παραμύθια. Μου είπε πολλά, άλλα τα έχω καταγράψει, και άλλα έχω σκοπό και αυτά να γράψω. Στα πολλά που μου είπε, μου ιστόρησε και την ιστορία για τις Νεράιδες που ζούσαν εκεί, δίπλα μας, σε έναν καταπράσινο τόπο, στην τέλειωση της Χλώρακας. Ήταν οι Κλούνοι το ομορφότερο μέρος του χωριού, το καμάρι όλης της γύρω περιοχής που άλλο σαν κι’αυτό, δεν είχε. Υπήρξε και διατηρήθηκε αμέτρητους αιώνες και ειπώθηκαν για τον τόπο ιστορίες και θρύλοι για Κουρσάρους και πειρατές, για τη Θεά Αφροδίτη, για την Αγιά Μαρίνα και για σπηλιές γεμάτες χρυσάφι μέσα στα έγκατα της γής. Γλύτωσε από πολλές καταστροφές, από πλημμύρες, σεισμούς καταποντισμούς, ακόμα και από μεγάλο σεισμό και τσουνάμι που ακολούθησε, και η θάλασσα σκέπασε το μέρος, αλλά παρ όλα αυτά, ξαναβλάστησε και το πράσινο σκέπασε ξανά τη γη, δημιουργώντας μια όμορφη όαση μέσα στον ξερό κάμπο.
Αυτό το όμορφο μέρος λοιπόν, διάλεγαν οι Νεράιδες κάθε που ακολουθούσαν το φεγγάρι στον ουρανό, και βουτούσαν από ψηλά μέσε στα ρυάκια και στις λιμνούλες όπου χαριεντίζονταν για μέρες πολλές παίζοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας.
Οι νεράιδες ήταν πολύ όμορφες κοπέλες, αλλά ήσαν ανέραστες και δεν γνώριζαν τον έρωτα σε όλη τους τη ζωή καθώς έτσι τις έφτιαξε η φύση. Όμως μια από αυτές σε μια επίσκεψη της στους Κλούνους, μια φορά είδε ένα νεαρό όμορφο παλληκάρι από τη Χλώρακα και το ερωτεύτηκε παράφορα. Καθώς δεν ήταν δυνατό να συνευρεθεί μαζί του, για να το επιτύχει σκαρφίστηκε δόλο για να ξεγελάσει τη φύση.
Για να γίνει συνεύρεση νεράιδας με άνθρωπο κοινό, πρέπει αυτή να χάσει τη νεραϊδική της οντότητα, να γίνει θνητή. Κάποιοι που ξέρουν, λένε πως η νεραϊδική οντότητα χάνεται μόνο όταν θνητός καταφέρει να κλέψει το μαντήλι ή το φόρεμα νεράιδας, πράγμα πολύ δύσκολο όμως, καθώς είναι πλάσματα με αρχέγονη εξυπνάδα που κανείς δεν μπορεί να τις ξεγελάσει.
Η καλή νεράιδα όμως, ήταν πολύ ερωτευμένη και έτσι έβγαλε το φόρεμα της και βούτηξε στη λίμνη, διευκολύνοντας έτσι το παλληκάρι να της το κλέψει. Έγινε τοιουτοτρόπως θνητή, και κατά τον φυσικό νόμο άνηκε πλέον στο παλληκάρι.
Την πήρε το παλληκάρι, την παντρεύτηκε, και έκαναν πολλά παιδιά των οποίων οι απόγονοι παντρεύτηκαν και αυτοί, ώστε τοιουτοτρόπως σήμερα ζουν στη Χλώρακα πολλοί με καταγωγή και γεννοφάσκια νεράιδων.
Στους Κλούνους λοιπόν, την εύμορφη καταπράσινη λαγκαδιά που άλλη τόσο πυκνοβλαστημένη δεν είχε σε όλη την περιοχή, συνέβησαν πράματα και θαύματα. Ήταν τόπος που ζούσαν νεράιδες, αλλά που σήμερα πλέον δεν υπάρχει, ένεκα της καταστροφικής μανίας των σημερινών ανθρώπων που τα ξήλωσαν όλα. Κατάστρεψαν την φυσική βλάστηση και έδιωξαν τα άγρια ζώα που για αιώνες ζούσαν εκεί, έδιωξαν και τις νεράιδες. Ότι δεν μπόρεσαν τα χέρια μόνα τους να καταστρέψουν, οδήγησαν μηχανές και μπουλντόζες που ξερίζωσαν τη βλάστηση και ξεχέρσωσαν τη γη, και έθαψαν τα τρεχούμενα νερά μέσα βαθιά στο χώμα.
Τα έκαψαν όλα, τα ισοπέδωσαν όλα, έφτιαξαν οικόπεδα και έκτισαν μέσα σπίτια και πολυκατοικίες. Όλα για το συμφέρον, σε μια ασταμάτητη καταστροφική πορεία εκμετάλλευσης της γης.
Τώρα στην περιοχή των Κλούνων, αντί για θεόρατα δένδρα, ξεφυτρώνουν πανύψηλα κτίρια που σκιάζουν τη θέα όλης της πεδινής παράλιας περιοχής, και όλης σχεδόν της θάλασσας. Ένας πνεύμονας πρασίνου και οξυγόνου χάθηκε, και ο θαλασσινός αέρας σταμάτησε έως εκεί, έπαυσε να φυσά πιο πέρα.
Τώρα, γέμισε ο τόπος πολυκατοικίες με απεριόριστη θέα, σκαλοπάτια και δρόμοι στήθηκαν στα πρότεινα φαράγγια, ενώ αυτοκίνητα σταθμεύουν εκεί όπου πρώτα ήσαν φωλαιές άγριων πτηνών και ζώων.
Ακόμα μια φορά η ανθρώπινη καταστροφή επήλθε πλήρης και ολοκληρωτική, ακόμα μια φορά η ανθρώπινη σκέψη δεν μπόρεσε να συλλάβει τον όλεθρο που φέρνει η ασυλλόγιστη πρόοδος, παρά μόνο χωρίς αίσθηση και ευαισθησία προχώρησε στην αποψίλωση της φύσης με έγνοια μόνη, το προσωρινό κέρδος.
ΛΥΠΗΤΕΡΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Μια ιστορία λέει ότι σε ένα μέρος στον Καπυρό, τις τελευταίες μέρες του Ιούλη και τις πρώτες του Αυγούστου όταν υπάρχει άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα, σκιές με μορφή ανθρώπων εμφανίζονται με την ανατολή του ήλιου να προχωρούν και να χάνονται στη θάλασσα.
Ο «Καπυρός» είναι ένας τόπος που περιβάλλεται από ψηλούς πέτρινους γκρεμούς, και στέκει λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα της Χλώρακας. Κατά το γέρμα του ήλιου όταν οι αχτίνες του χτυπούν τη περιοχή, ο τόπος πυρώνει (ζεσταίνει), εξ ου το όνομα Καπυρός. Μέσα σε όλη τη ξεραΐλα υπάρχει μια σταλιά γης καταπράσινη, όπου από ένα λαγούμι τρέχει νερό κι ποτίζει τα ψηλά δένδρα που βλαστούν εκεί.
Στα χρόνια των Τούρκων, οι Έλληνες ήσαν υπό κατοχή και δυσπραγούσαν.
Η φτώχεια ήταν μεγάλη, και πολλοί που είχαν όμορφες γυναίκες έκαναν πως δεν καταλάβαιναν όταν οι Τούρκοι τις καλούσαν για δουλειά, και ακόμα μεριές, από φόβο δεν αρνούνταν κάποιες επισκέψεις Τούρκων στα σπίτια τους. Όλα συνέβαιναν με σιωπή ανοχής και οι άνδρες χωρίς τιμή, χωρίς να ψηλώνουν το κεφάλι, έμεναν σιωπηλοί.
Ήταν και δυο αδερφές με ένα μικρό εδερφό που ζούσαν σε μια μικρή κάμαρη, και δυο άτιμοι Τούρκοι τις επισκέπτονταν φανερά και τις ατίμαζαν όποτε γούσταραν εκθέτοντας τες σ όλη την κοινωνία. Ο αδερφός καθώς ήταν μικρός δεν μπορούσε να αντιδράσει, και κανείς δεν τον βοηθούσε να προστατέψει τις αδερφές του. Ήτα ένα ευαίσθητο παιδί που δεν μπορούσε να αντέξει τόση προσβολή, το άχτι τον έτρωγε, δεν μπορούσε άλλο το ρεζίλεμα, χτίκιασε, έτσι μια κακιά μέρα πήγε στον Καπυρό και κρεμάστηκε σ ένα ευκάλυπτο που βλάσταινε σιμά στα τρεξιμιό που ανάβλυζε από τη γη.
Τα κακά μαντάτα ταξίδεψαν γρήγορα, τα πήρε ο αγέρας και πήγε μακριά στα ξένα που ζούσε ο Κωνσταντής ο θειός του μικρού παιδιού, ο αδερφός της πεθαμένης μάνας του. Ήταν ένας παλικαράς ανίκητος και χωρίς φόβο στην καρδιά, ένας ανδρειωμένος που δεν είχε άλλον σαν κι αυτόν που μόλις έμαθε τι εγίνει εθυμώθηκε, και καβαλίκεψε το άλογο του να πάει να πάρει εκδίκηση.
Τα μαντάτα όμως τον επροσπέρασαν και έφτασαν στο μικρό χωριό. Οι Γραικοί κάτοικοι ένιωσαν χαρά καθώς επί μακρόν ταπεινωμένοι και ανήμποροι παρακολουθούσαν σιωπηλά την ατιμία που διέπρατταν οι Τούρκοι επί των μικρών κορασίδων, ενώ φόβος κυρίευσε τα Τουρκιά καθώς γνώριζαν την ανδρειωσύνη του Κωσταντή. Ειχαν ακουστά πως τα έβαλε με ολόκληρο στρατό και δεν νικήθηκε, πως χριριζόταν τα άρματα με μαεστρία, πως σε όλες μαχες ήταν νικητής.
Και σαν δειλοι, σκέφτηκαν να τον σκοτώσουν δόλια χωρίς να εκτεθούν στον κινδυνο μιας μάχης. Σκέφτηκαν να του στήσουν ενεδρα και να τον φανε μπαμπεσικα.
Κρύφτηκαν στο έμπα του χωριού, και μόλις ο Κωσταντής εφάνηκε,του έριξαν δύο βόλια και τον σκότωσαν.
Και ύστερα με περισσό θράσος τον έσυραν κωλοσυρτό στο χωριό, και τον πέταξαν κάτω από το δέντρο που σκοτώθηκε το μικρόν παιδίν, χωρίς να επιτέψουν σε κανένα χωριανό να τον θάψει, παρά να τον αφήσουν να τον φάνε οι σκύλοι και τα όρνεα
Έτσι λοιπόν άδοξα τέλειωσε η ιστορία του Κωνσταντή με τέλος τραγικό που δεν άρμοζε για τη μεγάλη του φήμη, και χειρότερα απ όλα τον άφησαν άταφο όπως ένα ψοφίμι.
Και έμεινε ι Κωσταντής άταφος για μέρες, ώσπου ο Αρχάγγελος Μιχαήλ δεν άντεξε το άδικο, φύσηξε δυνατό άνεμο κι έφερε άμμο από τη θάλασσα και τον σκέπασε.
Από τότε πολλές φορές στα μέσα του καλοκαιριού μες το χάραμα του φού και στην ανατολή του ήλιου, πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν δει σκιές να περιφέρονται, κάποιοι λένε ότι πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων ανάμεσα των φυλλωμάτων και της νοτιάς. Πολλοί που τις παρατήρησαν είπαν ότι είναι ξώρκια, και κάποιοι πως είναι οι ψυχές του μικρού αδερφού και του παλικαρά του Κωσταντή που δεν βρίσκουν αναπαμό και περιφέρονται γυρεύοντας εκδίκηση.
ΤΟ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟ
Το Κτήμα συνόρευε δυτικά με το χωριό της Χλώρακας και νοτιοανατολικά με την Γεροσκήπου. Η Κάτω Πάφος ως μέρος της πόλεως του Κτημάτου, ήταν μια παραλιακή πεδιάδα που ενωνόταν με τα παραλιακά χωράφια της Χλώρακας, και μαζί αποτελούσαν έναν μεγάλο εύφορο κάμπο.
Εκεί που έσμιγαν τα σύνορα των τριών τόπων, ήταν ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό που μόνο του στον κάμπο φάνταζε όμορφο και άφθαρτο στο χρόνο. Ήταν πολύ παλαιό αλλά καλά κτισμένο, και καλά διατηρημένο. Περιβαλλόταν από γόνιμες εκτάσεις γης, με πολλά πηγάδια νερού σκαμμένα κάθε λίγη απόσταση, σημάδι πως κάποτε τη γη την καλλιεργούσαν. Τώρα, ήταν εγκαταλειμμένη, τα πηγάδια στεγνά, και ο κάμπος ξερός. Κάποιοι λέγουν πως παλιότερα ήταν ένας πράσινος κάμπος, μια μεγάλη όαση, πως έμοιαζε ίδια γη της επαγγελίας. Αλλά και τώρα, μπορούσε ο κάμπος να αποτελεί ένα μεγάλο βοσκότοπο που θα μπορούσαν οι ιδιοκτήτες να πολλά πολλά κοπάδια.
Ήταν λοιπόν άξιον απορίας, γιατί τόση περιουσία έμενε ανεκμετάλλευτη. Όταν ήμουν μικρός, την ίδια απορία είχα και εγώ, γι αυτό ρώτησα ένα γέροντα, που μου είπε μια ιστορία:
Στα χρόνια του μεσαίωνα τη περιοχή όριζαν Ρήγαινες και Ρηγάδες που κάποτε χάθηκαν χωρίς να αφήσουν σημάδι αν η γενιά τους συνέχισε να υπάρχει. Και έμεινε η περιοχή εγκαταλειμμένη να την χρησιμοποιούν κυρίως οι βοσκοί για τα ζώα τους.
Όμως, στις αρχές του περασμένου αιώνα ένας ξένος, κληρονόμος των Ρηγάδων κατά πώς έλεγε, ήρθε από μέρη μακρινά και κατοίκησε στο ψηλό σπίτι.
Επιδιόρθωσε το παλιό σπίτι και εγκαταστάθηκε μέσα. Προσέλαβε εργάτες και δούλους, ρέντεψε τα χωράφια και πρασίνισε τον τόπο όλο.
Σαν αφέντης έχαιρε μεγάλης υπόληψης, αλλά περισσότερο έχαιρε σεβασμού, καθώς είχε μεγάλη μόρφωση. Μαζί του από τα ξένα έφερε πολλά βιβλία, και με τις ώρες ασχολιόταν μ αυτά, ενώ για τις δουλειές προσέλαβε έναν καλό επιστάτη που φρόντιζε για όλα. Όσοι τον συναντούσαν και έρχονταν εις γνώσιν μαζί του, έλεγαν πως ήταν πολύ μορφωμένος και διαβασμένος.
Στη Χλώρακα ζούσε μια μελαχρινή κόρη που έλεγαν πως ήταν απόγονος τσιγγάνων. Ήταν πανέμορφη και είχε καλλίγραμμο κορμί που κόλαζε τους νιους. Ήταν μια πλανεύτρα αυτάρεσκη μάγισσα, που γνωρίζοντας την αύρα που εξέπεμπε, χωρίς να λυπάται, τους ξετρέλαινε και ύστερα γελούσε μαζί τους.
Οι γονείς της φτωχοί χωρικοί, έσπερναν κάτι μικρά χωραφάκια, καθώς και η ίδια έβοσκε ένα μικρό κοπάδι από πρόβατα, έτσι που κουτσά στραβά και πολύ φτωχικά, κατάφερναν να έχουν τον επιούσιο. Θα μπορούσαν όλοι να ζήσουν πλουσιοπάροχα αν μόνο δεχόταν να παντρευτεί έναν από τους πολλούς μνηστήρες άρχοντες που την περιτριγύριζαν. Μα αυτή δεν ήθελε κανέναν, ούτε πλούσιο, ούτε πρίγκιπα. Της άρεσε μόνο να βόσκει τα πρόβατα στα θερισμένα χωράφια μέσα στον μεγάλο κάμπο της Χλώρακας δίπλα στη θάλασσα. Και όποτε κάποιον συναπαντούσε, ευχαριστιόταν καθώς έβλεπε πως τον ξετρέλαινε με την ομορφιά της.
Μια φορά που έβοσκε τα πρόβατα, τα βήματα της την οδήγησαν λίγο μακρύτερα, μέχρι τα χωράφια του Ρηγόπουλου. Εκεί, ένα αρνί ξέφυγε από το κοπάδι και μπήκε στο τσιφλίκι του άρχοντα. Δρασκέλισε λοιπόν τον πετρότοιχο η κόρη, και πήγε να το πάρει. Το βρήκε κάτω από ένα δένδρο, όπου κάτω από τον ίσκιο έστεκε ένας εύμορφος νέος που αμέσως κατάλαβε πως ήταν ο μεγάλος αφέντης. Εύκολα φαινόταν η αφεντιά, η ευγένεια, και η καλή του καταγωγή.
Έμεινε λίγο θαυμαστικά να τον κοιτάζει, και χωρίς να χασκιαστεί ή να ντραπεί, τον κόντεψε και τον χαιρέτησε,
-για σου άρχοντα μου,
έπιασαν την κουβέντα και γνωρίστηκαν. Αμέσως αγαπήθηκαν, ήταν το πεπρωμένο τους.
Από εκείνη τη μέρα η μικρή βοσκοπούλα έπαιρνε τα πρόβατα της να βοσκήσουν εκεί, και με το Ρηγόπουλο κάτω από τον του δεντρού κάθονταν και κουβέντιαζαν ώρες πολλές. Ταίριαξαν απόλυτα, και η αγάπη τους περισσότερο έδεσε.
Άμα πέρασε καιρός, το καλό Ρηγόπουλο αποφάσισε να την κάμει Ρήγαινα τιμημένη και αρχόντισσα. Ήταν σίγουρος πως θα της έδινε μεγάλη χαρά, πως μόλις της το έλεγε θα έπεφτε στην αγκαλιά του ευτυχισμένη, καθώς συνέχεια του φώναζε δυνατά πόσο πολύ τον αγαπούσε. Ήταν σίγουρος για την απάντηση της, καθόλου δεν αμφέβαλλε.
Όμως ώ τί δυστυχία, η κόρη καθώς είχε συνηθίσει να ραγίζει καρδιές, ή ίσως από από έπαρση, ή μήπως είχε κάποια κληρονομική καταστροφική τρέλα στο μυαλό της, του αρνίστηκε. Μια άρνηση που ύστερα πολύ μετάνιωσε και δεν μπορούσε να πιστέψει πως έκαμε τέτοια τρέλα, πως του απαρνήθηκε την αγάπη της, αφού τόσο πολύ τον αγαπούσε. Και την άλλη μέρα πολύ πρωί έτρεξε να τον συναπαντήσει και να του ξανά ομολογήσει την αγάπη της.
Το Ρηγόπουλο όμως βαθιά πληγώθηκε, και η καρδιά του σκίστηκε και ράγισε και δεν χτυπούσε πλέον φυσιολογικά, παρά κάθε χτύπος και ένας μεγάλος πόνος. Ένιωσε τα όνειρα του να γκρεμίζονται, μεγάλη στενοχώρια να τον καταθλίβει, και να πέφτει σε ανείπωτη κατάθλιψη. Όλη τη νύχτα ξαγρύπνησε χωρίς με ένα μεγάλο πόνο στην καρδιά, αποφάσισε πως δεν ήθελε πλέον άλλο να ζήσει. Επιθυμούσε μόνο να πάψει να πονεί.
Έτσι τα ξημερώματα με κόπο έσυρε και πάλιν τα βήματα του για τελευταία φορά στον τόπο που γνώρισε την μικρή αγαπημένη, και πάνω σε ένα κλαδί του δένδρου που τόσες φορές σκίασε αυτόν και εκείνην, έδεσε ένα σχοινί και κρεμάστηκε, και βρήκε την αιώνια γαλήνη.
Πέρασε ο καιρός, η όμορφη βοσκοπούλα πονούσε και έκλαιγε, δεν μπορούσε να τον ξεχάσει.
Χάλασε και ασχήμυνε από το μαράζι, οι τύψεις την έσκιαζαν και της τρέλαναν το νου. Όρεξη για ζωή δεν είχε, ειρηνίες την κατέτρεχαν, ήθελε να πεθάνει, ήθελε να κοιμηθεί μια μέρα και να μην ξυπνήσει. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, πολλές φορές σκέφτηκε να σκοτωθεί και αυτή, αλλά θέλοντας να αυτοτιμωρηθεί, έμενε ζωντανή να βασανίζεται ως τιμωρία για το μεγάλο κακό που προκάλεσε.
Κλείστηκε στο σκοτάδι της κάμαρης της και δεν πλενόταν, ούτε λουζόταν, χτίκιασε και το μυαλό της σάλταρε, ώσπου γέρασε και πέθανε, και επιτέλους ηρέμησε η ψυχή της.
Μετά το θάνατό της πολλοί ισχυρίστηκαν πως όταν περνούσαν εκεί που κρεμάστηκε το Ρηγόπουλο, ένιωθαν το φάντασμά της στον αέρα να μουρμουρίζει και να ζητά συγχώρεση και ακόμα κάποιες νύχτες σαν ψιθύρισμα ακούουν το λυπητερό της κλάμα.
Πάνω από την παλιά βρύση της Χλώρακας στην πλαγιά ενός απότομου γκρεμού, υπάρχει ένα αρχαίο φυσικό σπήλαιο που πάει βαθιά στη γη. Το στόμιο του ήταν καλά κρυμμένο από άγρια βλάστηση και κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη του. Τυχαία το ανακάλυψε ένας βοσκός, όταν καθισμένος κάτω από ένα δρυ που πήρε το κοπάδι να το ποτίσει, είδε ένα ερίφιο που ανέβηκε στο ψήλωμα, να χάνεται πίσω από μια συστάδα θάμνων. Του σφύριξε να κατέβει, αλλά τίποτα. Του φώναξε, πάλι τίποτα, όπως να το κατάπιε η γη.
Ανέβηκε λοιπόν να το γυρέψει, και εκεί ακριβώς που χάθηκε, πίσω από πυκνές συστάδες μιας άγριας συκιάς, άκουσε το ζώο να βελάζει. Κατάλαβε πως τρύπωσε σε κάποια τρύπα και άρχισε να ψάχνει. Ανακάλυψε το μικρό στόμιο μιας σπηλιάς,
και γεμάτος περιέργεια, μπήκε μέσα. Ήταν όμως σκοτεινά, έτσι μάζεψε κάμποσα ξερά κλαδιά, τα έκαμε γουνάρι και άναψε μια μεγάλη φωτιά. Το θέαμα που αντίκρυσε ήταν μεγαλοπρεπές. Ήταν μια θεόρατη φυσική σπηλιά που πήγαινε σε μεγάλο βάθος. Τα τοιχώματα ήταν κάθετα από σκληρή συμπαγή πέτρα. Και πάνω σ’ αυτά αντίκρυσε τετραγωνισμένες πέτρες κτισμένες από ανθρώπινο χέρι. Κτύπησε δυνατά με την μαγκούρα του και άκουσε τον θόρυβο να βγαίνει υπόκωφο, σημάδι πως πίσω υπήρχε κενό. Κατάλαβε αμέσως πως ανακάλυψε ένα αρχαίο τάφο μάλλον της Ελληνιστικής περιόδου.
Αμέσως μέσα του σκέφτηκε πως ίσως ήταν η τυχερή του μέρα, και μέσα να έβρισκε κτερίσματα και χρυσάφια καθώς ήξερε πως οι Αρχαίοι έθαβαν τους νεκρούς τους με πλούσια δώρα. Ίσως, ξανασκέφτηκε, να γινόταν πλούσιος και να άφηνε την άχαρη εργασία του που ένεκα αυτής, ζούσε μια μίζερη ζωή μακριά από ανθρώπους και διασκεδάσεις. Με την ελπίδα λοιπόν, καθώς ήξερε πως και άλλοι χωριανοί ανακάλυψαν αρχαίους τάφους και έγιναν πλούσιοι, αποφάσισε χωρίς δεύτερη σκέψη να ανοίξει την πετρόκτιστη είσοδο.
Στο φως της φωτιάς που σιγόκαιγε, αρχίνησε δουλειά. Με την χοντρή μαγκούρα του με υπομονή και για ώρα πολλή κτυπούσε σε ένα σημείο, ώσπου η κτισμένη πέτρα υποχώρησε και έπεσε προς τα μέσα. Από εκεί και ύστερα, το χάλασμα έγινε ευκολότερο, και σε λίγο το τοίχωμα γκρεμίστηκε όλο. Πήρε ένα δαδί και περιεργάστηκε τι ανακάλυψε. Ήταν ένα λαξεμένο δωμάτιο, και μέσα υπήρχε μια σαρκοφάγος. Πήρε τη μαγκούρα του έτοιμος να σπάσει το καπάκι τη λάρνακα για να βρει τα χρυσάφια του, αλλά έμεινε άναυδος. Στο φως της δάδας αντίκρυσε πάνω στο πέτρινο καπάκι που σκέπαζε τη σαρκοφάγο, ένα σκαλιστό γλυπτό που παρίστανε σε φυσικό μέγεθος μια νεάνιδα ωραιοτάτου κάλλους.
Ήταν ένα πανέμορφο άγαλμα που το σμίλευσε σίγουρα κάποιος σπουδαίος γλύπτης, και παρίστανε μια εξαιρετικά ωραία κοπέλα με μορφή που φαινόταν έτοιμη να ανασάνει, που φαινόταν να τον κοιτάζει και να τον καλεί. Σαν ονειροπαρμένος όπως κάτι να του μάγεψε τη σκέψη, έμεινε ώρες ακίνητος να κοιτάζει και να αποθαυμάζει. Κατάλαβε πως κάτι έπαθε το μυαλό του, πως ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα το άγαλμα με το πέτρινο πανέμορφο πρόσωπο της πεθαμένης γυναίκας.
Από εκείνη τη μέρα, οι χωριανοί έβλεπαν τον βοσκό να βόσκει τα πρόβατα πάντα στο ίδιο σημείο, πάντα δίπλα στη παλιά βρύση. Διαιρωτούνταν τι να έπαθε, και σκέφτονταν ότι ίσως του τάραξε ο νους από τη πολλή μοναξιά του επαγγέλματος του.
Όμως ο βοσκός, επισκεπτόταν κάθε μέρα το σπήλαιο κρυφά να μην τον δουν και του κλέψουν την αγαπημένη, και με τις ώρες καθόταν και την κοίταζε. Η παγωμένη της πέτρινη μορφή κάθε μέρα έδειχνε περισσότερο όμορφη, και αυτός κάθε μέρα περισσότερο την αγαπούσε.
Και σε σε λίγο καιρό μια μέρα μη αντέχοντας να είναι μακριά της, παράτησε το σπίτι και το κοπάδι του, και εγκαταστάθηκε στο σπήλαιο. Έπινε νερό και πλενόταν από την βρύση, μάζευε άγρια χόρτα και καλλιεργούσε λίγα οπωρικά, και όλα αυτά του αρκούσαν, δεν ήθελε τίποτα άλλο, φτάνει που είχε παρέα την αγαπημένη του.
Οι χωριανοί πίστεψαν πώς σίγουρα του σάλεψε, και πως αποφάσισε να γίνει ασκητής, να ζήσει με το Θεό.
Και όταν πέρασαν πολλά χρόνια και όλοι τον ξέχασαν, ένας κυνηγός ανακάλυψε το κουφάρι του μέσα στη σπηλιά. Άντεξε και έζησε όλη του τη ζωή μέχρι τα γεράματα, με την όμορφη γυναίκα της σαρκοφάγου.
Ο κυνηγός ισχυρίστηκε πως απλά βρήκε τον νεκρό. Δεν είπε για σαρκοφάγο, παρά πως από όσα είδε στο σπήλαιο, μάλλον ο βοσκός έζησε σαν ασκητής αφιερωμένος στο θεό. Κάποιοι όμως ισχυρίστηκαν ότι ο κυνηγός βρήκε τη σαρκοφάγο που την πούλησε σε αρχαιοκαπήλους, και που τώρα ευρίσκεται σε ιδιωτικό Αρχαιολογικό μουσείο της Νέας Υόρκης.
Ο Γιωρκάτσιης ένας χωρικός από τη Πέγεια, είχε μια λόττα που μια μέρα χάθηκε. Πιστεύοντας ότι την έκλεψε ένας γείτονας του ο Χαραλάμπης, τον κατήγγειλε στην αστυνομία. Τον κατηγόρησαν και τον έστειλαν στο δικαστήριο, αλλά ο δικαστής τον δίκασε αθώο γιατί δεν υπήρχαν μαρτυρίες και αποδειχτικά στοιχεία.
Έμεινε ο Γιωρκάτσιης μαραζωμένος που έχασε την περιουσία του πιστεύοντας ότι το δικαστήριο δεν απόδωσε δικαιοσύνη, και έχοντας άχτι τον Χαραλάμπη, δεν του μιλούσε και τον κατηγορούσε για κλέφτη στα καφενεία. Όλο σκεφτόταν τη χαμένη του περιουσία και όλο μαράζωνε.
Ο Χαραλάμπης πικραμένος και προσβεβλημένος μαράζωνε κι ‘αυτός, και μούτρα δεν είχε να κυκλοφορεί. Σταμάτησε να πηγαίνει στοΝ καφενέ, και σκεφτόταν γιατί τον κατηγορήσουν άδικα, και του έμεινε μια τέτοια ρετσινιά.
Οι χωριανοί μοιράστηκαν στα δυο, άλλοι πίστευαν στην ενοχή του, άλλοι στην αθωότητα του, και άλλοι δεν ήξεραν τι να πιστέψουν.
Οι μέρες περνούσαν, ώσπου μια μέρα το νερό της Βρύσης του χωριού άρχισε να τρέχει θολό, και από τα βάθη του λαγουμιού, ακούγονταν βρυχηθμοί και μουγκρίσματα. Και αυτό συνεχίστηκε για μέρες, το νερό μια έβγαινε θολό, και μια καθαρό. Τα μουγκρητά μια σταματούσαν, μια άρχιζαν.
Φοβισμένοι οι κάτοικοι έπλαθαν ιστορίες. Πίστεψαν ότι ήταν ένας δράκος του νερού, ένα ζώθκιο. Καμιά γυναίκα δεν πήγαινε να γεμώσει νερό, και ο τρόμος φώλιασε στις καρδιές τους.
Δεν είχαν νερό να πιούν και να πλυθούν καθώς φοβόντουσαν να πάνε στη βρύση, ενώ τις νύχτες άκουγαν τα κογκήματα από τα βάθη της γης, και περισσότερο τους έζωνε ο φόβος.
Κάθισαν λοιπόν σε σύσκεψη οι προεστοί, και έβγαλαν φιρμάνι, πώς θα έδιναν αμοιβή σε όποιον έμπαινε στο λαγούμι να σκοτώσει τον δράκο.
Το φιρμάνι κυκλοφόρησε στα γύρω χωριά και το άκουσε ο Κωσταντάς από τη Χλώρακα, ένας φημισμένος παλικαράς.
Είχε καρδιά λιονταριού και ήταν ανδρείος. Στη πάλη δεν τον νικούσε κανείς, και τα κατορθώματα του ήταν ξακουστά. Αποφάσισε πως μόνο αυτός μπορούσε να νικήσει το θεριό, γιατί γνώριζε πως άλλος κανείς δεν ήταν σαν κι’ αυτόν. Δεν σκέφτηκε την αμοιβή, παρα μόνο τη φήμη του που θα εξαπλωνόταν σε όλη την κοινωνία.
Γυάλισε λοιπόν τα άρματα του και κίνησε για την Πέγεια. Καβαλίκεψε τον μαύρο του και σε λίγες ώρες καμαρωτός μπήκε στο χωριό. Οι κάτοικοι που ήξεραν την ανδρειά του, του επεφύλαξαν θερμή υποδοχή. Οι προεστοί τον καλωσόρισαν, τον κέρασαν καφέ και του εξήγησαν τα γεγονότα.
Η άφιξη ενός τέτοιου παλικαρά, εμψύχωσε κάποιους νεαρούς που ήθελαν να του έμοιαζαν, και δυό παλικάρια αποφάσισαν πως με ένα τέτοιο σύντροφο θα μπορούσαν και αυτοί να πολεμήσουν το θεριό. Έτσι προσφέρθηκαν να γίνουν βοηθοί του στο κυνήγι του δράκου.
Μαζί λοιπόν και οι τρεις, μπήκαν στο λαγούμι. Μπροστά ο Κωνσταντάς με τη μάχαιρα στο χέρι, και οι άλλοι με δάδες στα χέρια πίσω του, του έφεγγαν τον δρόμο.
Εκείνη την ώρα το θεριό, ίσως γιατί τους άκουσε σκέφτηκαν, άρχισε να μουγκρίζει. Οι βρυχηθμοί ακούγονταν ανατριχιαστικοί καθώς ο αντίλαλος μέσα στο λαγούμι τους πολλαπλασίαζε και τους έκανε περισσότερο ανατριχιαστικούς. Οι νεαροί άρχισαν να φοβούνται, αλλά ο αντρειωμένος Κωνσταντάς τους καθησύχασε. Και έτοιμος για να δώσει τη μάχη, προχωρούσε σκυφτός μέσα στο μακρύ λαγούμι που όσο τους χωρούσε για να συναντήσει το θεριό.
Έξω οι χωριανοί μαζεμένοι με αγωνία και αδημονία, καρτερούσαν και από μέσα τους προσεύχονταν ο Θεός να βοηθήσει τους γενναίους να τα καταφέρουν. Η ώρα έμοιαζε αιώνια, η αναμονή ήταν μεγάλη, τρομερή, ατελείωτη.
Ξαφνικά τα μουγκρητά σταμάτησαν και μια άκρα σιωπή έπεσε σαν νεκρική σιγή. Κανείς δεν μιλούσε, όλοι σώπαιναν, η αγωνία του φόβου τους άφησε χωρίς φωνή…
Και να που επιτέλους από τα βάθη του λαγουμιού και του σκοταδιού, είδαν αμυδρά να φεγγοβολούν οι δάδες, σημάδι πως ήταν καλά, πως επέστρεφαν πίσω.
Ανακουφισμένοι βρήκαν τη φωνή τους και αναφώνησαν χαρούμενοι, και δόξασαν το Θεό. Επιτέλους τέλειωσε το κακό, θα είχαν πάλι νερό να πιούν έλπισαν όλοι.
-Ευτυχώς που υπάρχουν άξια παλικάρια που βοηθούν τους ανθρώπους,
.είπε ο Μούχταρης.
-Τους πρέπει τιμή και δόξα,
είπε κάποιος άλλος.
Και ανέφαναν από τα σκοτάδια τα παλικάρια να ξεπροβάλλουν, και ως νέοι Ηρακλείς που επιτέλεσαν ακόμα ένα άθλο, φάνηκαν στα μάτια των χωρικών. Μαζί τους έσερναν το δράκο, ένα μαύρο θεριό, που όμως τι παράξενο, ήταν ήρεμο σαν ήμερο ζώο. Όλοι έτρεξαν κοντά, και με έκπληξη αντίκρυσαν να σέρνουν μια λόττα που τους ακλουθούσε ήρεμα και ήσυχα.
Ήταν η λόττα του Γιωρκάτσιη που χάθηκε εδώ και μέρες. Δεν την είχε κλέψει ο Χαραλάμπης, αλλα είχε πέσει σ ένα φωτιστικό του λαγουμιού της βρύσης Άντεξε και έζησε 40 ολάκερες μέρες πίνοντας νερό και τρώγοντας ρίζες δέντρων που κατέβαιναν στο νερό. Και όταν ανακάτωνε το νερό να τις βρει, η χούβελη το θόλωνε, και όταν δεν έβρισκε ρίζες, βρυχιόταν από την πείνα. Και όλοι νόμιζαν πως ήταν βρυχηθμοί του δράκου του νερού.
Τα χωριανά παλικάρια από εκείνον τον καιρό, από όλους τους χωριανούς έχαιραν μεγάλης εκτίμησης για την αντρειοσύνη τους, και η τιμή του Χαραλάμπη αποκαταστάθηκε. Ο Γιωρκάτσιης γεμάτος ντροπή ζήτησε συγνώμη και συγχώρεση, αλλά ο Χαραλάμπης δεν του έδωσε άφεση αμαρτιών, ούτε του ξαναμίλησε σε όλη του τη ζωή.
Ο ΜΩΡΟΓΙΑΝΝΟΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣΉταν ένα παλικάρι που του άρεσαν οι ιστορίες περί ηρώων, και περισσότερο η ιστορία του Σαμψών. Ήταν καιροί όπου η αντρειοσύνη στον άνθρωπο ήταν το μεγαλύτερο προτέρημα, και οι νέοι μεγάλωναν γαλουχημένοι με τις αρετές αυτές.
Ο Γιάννος ο Μωρόγιαννος άφησε τη χαίτη μακριά όπως του αγαπημένου του ήρωα, και καβαλικεμένος το μαύρο άλογο του, περιδιάβαινε τα στενά σοκάκια καμαρωτός με τα μαλλιά του να ανεμίζουν στον αέρα όπως τα κύματα στη θάλασσα.
Το σπίτι δεν τον χωρούσε, γυρνούσε στα όρη και τα παραρά και αναζητούσε περιπέτειες. Και τα βράδια στην ταβέρνα του Φκωνή, καθόταν μοναχικός σε ένα τραπεζάκι και πίνοντας το πιοτό του, διηγούτανε στους άλλους θαμώνες τις περιπέτειες του. Όλοι τον παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον γιατί γνώριζαν πως έλεγε αλήθειες. Αναγνώριζαν τη σωματική του ρώμη, και όλοι παραδέχονταν την μεγάλη του δύναμη.
Σε πολλούς άρεσαν οι ξιππασμένες ιστορίες του, σε ένα χωριανό όμως, όχι. Ήταν ένας λλιόκορμος ανθρωπάκος που δεν τον έκαμνε χάζι, και ήθελε να βρει τρόπο να τον εκθέσει και να τον πικάρει χωρίς όμως να προκαλέσει την οργή του.
Και ο νους του γύριζε να σκαρφιστεί κάτι. Τοχε βάλει σκοπό να βρει έναν τρόπο, τον είχε πιάσει μια μανία.
Και μια νύχτα καθώς μιλούσαν, του ήρθε μια ιδέα. Άρχισε να μιλά για πεθαμένους και για ιστορίες που άκουσε, ότι στα νεκροταφεία μετά τα μεσάνυχτα βγαίνουν τα πνεύματα των πεθαμένων και σεργιανούν στη νύχτα τρομάζοντας τον κόσμο, γι αυτό οι άνθρωποι αποφεύγουν τις σκοτεινές νύχτες να περιφέρονται σε τέτοιους τόπους…
Άκουσε είπε, πως παλιά στο χωριό, ένας γέρος που περνούσε νύχτα έξω από το νεκροταφείο άκουσε θορύβους και μπήκε μέσα να δεί. Μόλις πέρασε την πύλη όμως, άκουσε από τη μεριά της κάτω εκκλησιάς λυπητερά την καμπάνα να χτυπά, γεγονός που τον γέμισε τρόμο γιατί ήξερε πως δεν είχε καμπάνα, την είχαν μεταφέρει οι χωριανοί στην πάνω εκκλησιά τις προηγούμενες μέρες. Τρομοκρατημένος τόβαλε στα πόδια, πήρε τόσο φόβο που του δέθηκε η γλώσσα και έκαμε πολλές μέρες να βρεί τη μιλιά του.
Είπε και άλλα φοβερά που του ήρθαν στο μυαλό και ύστερα πήγε στοίχημα πέντε σελίνια πως κανείς δεν τολμά να πάει μεσάνυχτα στο παλιό νεκροταφείο, ούτε ακόμα ο ανδρειωμένος Μωρόγιαννος.
Λέγοντας αυτά τα υπερφυσικά πράγματα, ήθελε να δημιουργήσει ατμόσφαιρα φόβου ώστε το παλικάρι του χωριού να φοβηθεί και να μην ανταποκριθεί στην πρόκληση και έτσι να μείνει εκτεθειμένος, και να πάψει πλέον να κομπάζει και να του σπάει τα νεύρα.
Προς δυσαρέσκεια του όμως, το παλικάρι δέχτηκε το στοίχημα και συμφώνησαν να πάει στο νεκροταφείο και να παλουκώσει πάνω σε έναν τάφο τον Μαύρο του.
Η ώρα στο παλιό ρολόι στον τοίχο έδειχνε ενωρίς, έτσι οι θαμώνες συνέχισαν το πιοτό τους κουβεντιάζοντας και περιμένοντας να σημάνουν τα μεσάνυχτα.
Ο Μωρόγιαννος ήπιε δυο τρία ποτήρια παραπάνω και περιήλθε σε κατάσταση ευθυμίας. Γελώντας και αστειευόμενος περίπαιζε ότι θα βγάλει τα πιο ευκολά πέντε σελίνια στη ζωή του…
Και όταν το ρολόι χτύπησε δώδεκα, σηκώθηκε από το τραπέζι και ορμήνεψε στον Φκωνή να μην σηκώσει το ποτήρι του γιατί γρήγορα θα επέστρεφε, θα πήγαινε να βγάλει το μεροκάματο, είπε αστειευόμενος.
Και πήγε ο Μωρογιαννος, μα δεν γύρισε. Όλοι περίμεναν με αγωνία μήπως έπαθε κάτι. ‘Η μήπως φοβήθηκε και πήγε σπίτι του, είπε με χαιρέκακα ο μικρούτσικος.
Μα όχι, δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό, αποφάνθηκαν οι άλλοι καθώς ήξεραν την αφοβιά του.
Πέρασε κι’ άλλη ώρα, όλοι ανησύχησαν πραγματικά.
-Πολύ αργεί, κάτι θα γίνηκε, άντε πάμε να δούμε,
τους είπε ο Φκωνής και όλοι συμφώνησαν.
Σηκώθηκε και ξεκρέμασε τη λάμπα από το βολίκι, και φτάνοντας στο νεκροταφείο, είδαν το έλλογο παλουκωμένο και τον Γιαννή δίπλα χαμαί φηρμένο.
Αμέσως έσκυψαν να δουν, και τι είδαν!
Ο άμοιρος όταν τσουλλώκατσε και παλούκωσε τον άππαρο, μαζί παλούκωσε και την βράκα του χωρίς να το καταλάβει. Και όταν σηκώθηκε να φύγει, δεν μπορούσε, και νόμισε ο καημένος πως βγήκε κάποιος νεκρός και τον τραβούσε μέσα στον τάφο.
Αυτό νόμισε, και καθώς πριν μέσα στην ταβέρνα έλεγαν ιστορίες για πεθαμένους, υποσυνείδητα επηρεασμένος, αυτό πίστεψε.
Απελπισμένος τραβούσε με δύναμη να φύγει, αλλά είχε παλουκωθεί γερά και δεν μπορούσε. Και όσο περισσότερο προσπαθούσε, περισσότερο τον κυρίευε ο φόβος, ώσπου απόκαμε και από τον τρόμο φήρτηκε.
Από εκείνη τη μέρα ο Μωρόγιανος έμεινε χασκιασμένος. Σταμάτησε τις παλικαριές και γυρνούσε στις στράτες περπατητός χωρίς να μιλά σε κανένα. Σε λίγα χρόνια πέθανε πάνω στα άνθη της νεότης του, και είχε το κρίμα του ένας μικρούτσικος κακός άνθρωπος.
ΤΑ ΠΑΛΙΩΜΑΤΑ
Με λαχτάρα τα παιδιά ρωτούσαν τους γονιούς τους πόσες ακόμα μέρες απόμειναν να έρθει το Πάσχα. Και οι καλοί γονιοί κοιτούσαν το ημερολόγιο της κυρά Σαρακοστής και τους έλεγαν να κάνουν υπομονή γιατί ακόμα απόμεναν λίγες μέρες.
Πενήντα ολάκερες μέρες για τα παιδιά του χωριού που νήστευαν και με λαχτάρα πρόσμεναν την Άγια εκείνη μέρα που θα μίλλωναν και θα μαζεύονταν καθημερινά για τρείς συνεχόμενες μέρες στην πλατέα της εκκλησιάς και θα έπαιζαν Εθιμικά παιχνίδια μαζί μικροί και μεγάλοι. Ήταν το τριήμερο που τα ήθη, τα έθιμα και η παράδοση σμίγουν τους ανθρώπους και μεταλαμπαδεύονται από τους μεγάλους στους μικρούς, από ένα σπίτι σε άλλο, από στετέ σε κόρη, από προγόνους σε εγγόνους.
Ετούτη η χρονιά ήταν βροχερή και το Πάσχα ήρθε πιο ενωρίς. Όλη την τελευταία εβδομάδα μια ανησυχία φώλιαζε στις καρδιές των πιτσιρικάδων καθώς είχαν ένα φόβο για τον κακό καιρό. Παρ όλα αυτά, τριγύρισαν σε κάμπους και ρεματιές και μάζεψαν μεγάλα κούτσουρα για το άναμμα της λαμπρατσιάς. Ήταν αποφασισμένα ακόμα και με τέτοιο καιρό, να άψουν τη λαμπρατσιά να κάψουν τον Ιούδα. Να ξενυχτίσουν, να ανάψουν τις λαμπάδες και να πηδάνε τις φωτιές. Να ρίξουν τσάκρες και να τσουγκρίσουν κόκκινα αυγά.
-Χριστός Ανέστη
έψαλλε ο παπάς.
-Χριστός Ανέστη,
είπαν όλοι οι χωριανοί και με ανάταση στη ψυχή φιλήθηκαν οι συγγενείς και έκαναν ττόκα οι συγχωριανοί.
Η επόμενη μέρα η Κυριακή, ήταν η καλύτερη και πιο ενδιαφέρουσα από όλο το δοξαστικό τριήμερο που θα ακολουθούσε καθώς εκείνη τη μέρα θα αγωνίζονταν τα παλληκάρια του χωριού. Θα πάλιωναν και ο νικητής θα έπαιρνε δόξα και καταξίωση. Οι πιο ρωμαλέοι νέοι όλοι πεντέξι, καρτερούσαν αυτή τη μέρα που θα αγωνίζονταν και θα αναδεικνύονταν και θα έκαιγαν τις καρδιές των ομορφονιών κοριτσιών. Θα τους θαύμαζαν και θα τους αγαπούσαν.
Ξημέρωσε λοιπόν η Κυριακή, και το μεσημέρι ο παπάς έψαλλε την δεύτερη Ανάσταση. Ύστερα οι συγγενείς πήγαν για το μεσημεριανό τσιμπούσι με ψητά, φλαούνες και πατροπαράδοτο βαρελίσιο κοκκινέλι.
Και ήρθε το απόγευμα και η πλατέα γέμισε κόσμο και όλοι χαρούμενοι γιόρταζαν με τα καλά τους ρούχα καλοπλυμένα και καλοσιδερωμένα. Ο καιρός καθάρισε και ο ήλιος χαμηλά στο στερέωμα ζέστανε την κρύα μέρα. Στα καφενεία οι καρέκλες όλες πιασμένες από τους νυκοκυραίους, ενώ οι νιοί και οι νιές σουλατσάριζαν ρίχνοντας κρυφές ματιές αναμεταξύ τους γυρεύοντας το τυχερό τους ταίρι για να παντρολογηθούν.
Ο Κυρηναίας ένας πλούσιος προεστός είχε έναν μισταρκόν το Αντρεούιν ένα κοντούτσικο νέο που είχε κρυφή αγάπη για την κόρη του την Μαρικού, και ήθελε να την εντυπωσιάσει. Αυτός φτωχαδάκι, δεν έλπιζε η πλουσιοκόρη να τον καταδεχτεί, εκτός όπως πίστευε άν πετύχαινε κάτι ακατόρθωτο, ένα ανδραγάθημα, ένα εντυπωσιακό επίτευγμα.
Έτσι αποφάσισε να λάβει μέρος στο πάλιωμα της Λαμπρής και με τη βοήθεια του Θεού και λίγη πονηρία από μέρους του ίσως να τα κατάφερνε. Μικρός στο μπόι, ήξερε, ήταν δύσκολο να νικήσει το πρωτοπαλίκαρο του χωριού. Ήθελε όμως με όλη του την καρδιά να τα καταφέρει ώστε να την εντυπωσιάσει και να της κλέψει την καρδιά. Ήξερε πόσο δύσκολο θα ήταν το εγχείρημα του, έτσι πολλές μέρες πρίν το Πάσχα κατέστρωνε σχέδια πως θα έβγαινε νικητής. Ήθελε να ήταν πρώτος, ήθελε να παλέψει με τον πρώτο στο πάλιωμα τον ανίκητο, τον χειροδύναμο Αντωνά. Που είχε τα μπράτσα χοντρά και τα κανάτσια ίσα με την κεφαλή του. Ίδιο ντουβάρι με τετράγωνο κορμί όλο μούσκουλα, που έμοιαζε βράχος φυτεμένος στη γη στεραιομένος, που όλοι απέφευγαν να τον παλιώσουν καθώς με σιγουριά γνώριζαν εκ των πρωτέρων την ήττα τους. Έτσι όλοι οι χωριανοί παραξενεύτηκαν όταν τον προκάλεσε ένας μικρούτσικος χαμηλοβρακάτος, ένας στο μισό του μπόι.
Τα νέα διαδόθηκαν και οι κουτσομπόλες χωρικές με σούρτα και φέρτα, αποκάλυψαν το μυστικό, τον κρυφό έρωτα του παλληκαριού. Άλλοι θαύμασαν την αντρεία και το κουράγιο του να τα βάλει αυτός ένας Δαυίδ, με έναν Γολιάθ, κάποιοι τον κορόιδεψαν, κάποιοι τον ζήλεψαν και πολλοί παίνεσαν την ψυχική του δύναμη.
Η μικρή Μαρικού κόμπασε για την χάρη της καθώς για το χατίρι της θα λάμβανε χώρα ένα μεγάλο γεγονός. Όμορφη και αυτάρεσκη από πλούσια γενιά, ανέμενε μια καλή τύχη, μια καλή παντρειά, έναν γαμπρό με μάλι εξ ίσου σαν το δικό της. Όμως τώρα βλέποντας την τόση αγάπη του παλληκαριού, η καρδιά της άρχισε να σκιρτά και να βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Κατάλαβε πως η αγάπη υπερισχύει όταν με πάθος κουρνιάσει σε μια καρδιά και όλα τα αψηφά και με τόλμη και αυτοθυσία αγωνίζεται…
Έτσι στην καρδιά της φυτεύτηκε ο σπόρος της πρώτης αγάπης. Με τις φίλες της πρώτες μαζεύτηκαν στην μικρή πλατεία και πήραν πρώτες θέσεις να παρακολουθήσουν το γεγονός της χρονιάς, το πάλιωμα του Δαυίδ με τον Γολιάθ.
Το χωριό μαζεύτηκε και έφτιαξαν ένα μεγάλο κύκλο γύρω από μια νοητή αρένα
οπου μέσα στάθηκαν τα παλληκάρια, και τα παλιώματα άρχισαν.
Η πάλη ήταν ελεύθερη και νικητής αναδεικνυόταν αυτός που θα ξάπλωνε τον αντίπαλο στο έδαφος. Χρειάζονταν γνώσεις, τεχνικές, και κυρίως δύναμη.
Ήταν έξη νομάτοι και με τη σειρά τα ζευγάρια ετοιμάστηκαν. Έβγαλαν τα πανωφόρια και με τη βράκα μόνη να συγκρατιέται με το ζωνάρι σφιχτά δεμένη στην κόξα, άλειψαν με λάδι τα κορμιά τους ώστε η πάλη να έχει περισσότερο ενδιαφέρον. Πήραν βαθιές αναπνοές έτοιμοι να ορμήξουν ο ένας στον άλλο υπό τις ιαχές και ζητωκραυγές του πλήθους.
Το μικρόν Αντρεούιν έστεκε αντίκρυ στον μεγάλο Αντωνά. Η διαφορά εμφανής, κανείς δεν αμφέβαλλε για το αποτέλεσμα. Με σιγουριά εκ των προτέρων γνώριζαν τον νικητή, εντούτοις μια συμπάθεια και ένας θαυμασμός διαχεόταν από το βλέμμα ολονών για τον μικρούτσικο τολμηρό αντίπαλο, για το θάρρος της απόφασης του που για τα μάτια μιας μορφονιάς αψήφησε το ρεζιλίκι μιας σίγουρης ήττας.
Η πάλη άρχισε, αλλά ώ του θαύματος για το αποτέλεσμα, δεν διήρκησε παρα μόνο λίγα λεπτά. Όλοι άλαλοι και έκπληκτοι αντίκρυσαν τον Αντωνά κάτω πεσμένο να παραδέχεται την ήττα του. Κανείς δεν πίστευε, όλοι έτριβαν τα μάτια τους. Η έκπληξη στα πρόσωπα τους εμφανής και αποδοκιμαστική για το πρωτοπαλίκαρο που τον είδαν να κείτεται νικημένο ξαπλωμένο χάμω στο έδαφος και από πάνω του να στέκει το καχεκτικό Αντρεούι με ένα πλατύ χαμόγελο και τα χέρια στις κόξες να τον αντικρύζει αφ υψηλού.
Μα τι είχε συμβεί; Μήπως κάποιο θαύμα; Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Ήταν κάτι το αδύνατον κι όμως συνέβηκε, σίγουρα κάποια λογική εξήγηση θα υπήρχε.
Ε ναι, υπήρχε λογική εξήγηση. Το Αντρεούιν που φημιζόταν για την εξυπνάδα και την πονηριά του, χρησιμοποίησε δόλο. Εκείνους τους παλιούς καιρούς σε αυτά τα άτυπα παλιώματα στα μικρά χωριά, δεν υπήρχαν κανόνες. Απλά όποιος έπεφτε κάτω, θεωρείτο ο ηττημένος. Ήξερε λοιπόν το Αντρεούι πως ο Αντωνάς όπως τους αρχαίους Έλληνες δεν χρησιμοποιούσε εσώρουχο. Τον έβλεπε τακτικά στη θάλασσα που όταν έβγαζε τη βράκα και βουτούσε να λουστεί, δεν φορούσε σώβρακο. Έτσι με μπαμπεσιά προσχεδιασμένη από πρίν, στο πάλιωμα επάνω του έλυσε το βρακοζώνι. Η βράκα καθώς πλατιά, άρχισε να γλιστρά και καθώς θα ήταν μεγάλη ντροπή να φανερωθεί η γύμνια του μπροστά σε όλο το χωριό, ο Αντωνάς ξάπλωσε αμέσως χάμω θέλοντας να κρύψει τα απόκρυφα σημεία του. Έτσι αναδείχτηκε νικητής το Αντρεούιν.
Η ιστορία συνέβηκε το 1900 και κάτι, αλλά έμεινε μέχρι σήμερα να εξιστορείται και να διαδίδεται από τους γεροντότερους στους νεότερους. Το Αντρεούι παντρεύτηκε την καλή του, και έκαναν πολλά παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα σε σημείο που σήμερα οι απόγονοι του Κυρηναία να αποτελούν σε πληθυσμό την μεγαλύτερη οικογένεια της Χλώρακας.
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΕΖΟΥ
Οι γερόντοι κάτοικοι της Χλώρακας ενθυμούνται τη σπηλια του Δράκου δίπλα στο παρεκλήσι του Αρχάγγελου Μηχαήλ μέσα σε ένα απότομο γκρεμμό, καθώς και οι επόμενοι της γενεάς την ενθυμούνται ως σπήλαιο με το Αγίασμα του Αγίου, ενώ η σημερινή γενεά δεν γνωρίζει τίποτα εξ αυτών καθώς ο τόπος έχει ξεχερσωθεί και έχουν ανεγερθεί πολυκατοικίες.
Έως πρότινος ήταν ένα λαγούμι μέσα στη γη που ανέβλυζε νερό, που όπως μαρτυρούν οι γεροντότεροι πήρε το όνομα από ένα δράκο φρουρό που φύλαγε κάποιο κρυμμένο θησαυρό.
Το νερό ανέβλυζε και έτρεχε μέσα σε μια λίμνη σκαμμένη στη γη που υπερχίληζε, και συνέχιζε το δρόμο του μέχρι τη θάλασσα, αφου προηγουμένως γέμιζε άλλες μικρές λίμνες που έφτιαξαν οι άνθρωποι και πότιζαν τα χωράφια.
Πριν αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη, όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, και οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και πηγάδια και πηγές, και πολλοί εγκατέλειπαν τους τόπους τους και έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να βρουν τροφή για τα ζώα και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που πολλοι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, και οι μεν στρέφονταν εναντίον των δε.
Μέσα σ αυτό το κακό, ενας φαμελιάρης, οδήγησε την οικογένεια του στα μέρη του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, γιατί μια νύχτα είδε στ όνειρο του τον Αρχάγγελο να τον καλεί να πάει στα μέρη του, γιατί εκεί υπήρχε νερό.
Και πράγματι μεσα σε μια χαραμάδα ενός γκρεμμού όταν είδαν βλάστηση έσκαψαν ένα λαγούμι και βρήκαν νερό. Και όσο συνέχιζαν να σκάβουν, εύρισκαν κι άλλο. Εν τέλει το έσκαψαν πολύ βαθιά μέσα στη γη και βρήκαν αστείρευτο νερό. Εγκαταστάθηκαν εκεί, φύτεψαν και καλιέργησαν τη γη και δημιούργησαν ένα μικρό συνικισμό.
Ο καιρός περνούσε, και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε ολόκληρη την Κύπρο υπέφερε, διψούσε και πεινούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλή δυσκολία. Πολεμούσαν μεταξύ τους για μια σταλαγματιά νερό, και ο ένας φόνευε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς, και είχε καταντήσει ολόκληρη η ύπαιθρος γεμάτη παράνομους και ληστές. Ήταν μια παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, και όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και ερήμωσαν.
Στο μικρό συνοικισμό όμως κανείς δεν είχε δίψα ή πείνα. Οι άνθρωποι πρόκοψαν, έκτισαν σπίτια και εφτιαξαν νόμους. Οργανώθηκαν, οχυρώθηκαν και ένας φρουρός συνεχώς στεκόταν στην κορφή του γκρεμού προσέχοντας για τυχών επιδρομείς.
Αλλά όπως τα καλά δεν διαρκούν για πάντα, μια φορά στρατιά ληστών, στο διάβα τους ανακάλυψαν το όμορφο μέρος και έκαναν επιδρομή.
που στο διάβα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές, και φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, στο πέρασμα τους ανακάλυψαν τον όμορφο συνοικισμό, και παραφυλάσσοντας τους έπιασαν στον ύπνο.
Τους σκότωσαν όλους. Έκαμαν οικτρές πράξεις, έσφαξαν και κρέμασαν τους εναπομείναντες. Και τους άρεσε το τόπος, και αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί.
Από τη φρίκη της σφαγής, γλίτωσε μια κορούλα με τον μικρό της αδερφό που κρυμμένοι σε ένα θάμνο, παρακολούθησαν τη φρίκη και τις επαίσχυντες πράξεις των βαρβάρων.
Χωρίς μιλιά να μην ακουστούν, κατάφεραν να μείνουν απαρατήρητοι, και όταν το σκοτάδι της νύχτας έπεσε πηχτό, διέφυγαν και κρύφτηκαν ψηλά στο Μελισσόβουνο. Έζησαν στον άγριο τόπο, με τα άγρια ζώα, και αυτοι σαν άγρια ζώα, και κατάφεραν να επιβιώσουν.
Για να επιβιώσουν αναγκάζονταν και αυτοί να κλέβουν, έτσι σιγά με τον καιρό όταν μεγάλωσαν, ο μικρός απέχτησε τη φήμη αδίστακτου ληστή.
Όμως η φρίκη της σφαγής των δικών τους, έμεινε ανεξίτηλη στο μυαλό τους γραμμένη. Το μικρόν παιδί'οσα χρόνια και να πέρασαν ποτέ δεν ξέχασε, και είχε πάρει όρκο μέσα του πως θα έπαιρνε εκδικηση. Ήταν ο πόνος αβάσταχτος που του έκαιγε τα σωθικά, και δεν μπορούσε να ξεχάσει. Ήθελε εκδίκηση, το είχε τάξει στον εαυτό του.
Και όραν ήρθε ένας καιρός που αποφάσισε πως ήταν καάλληλος, κατέβηκε στον κάμπο και παραφυλάσσοντας και στήνοντας καραούλια στους τόπους τους γνώριμους οπου γεννήθηκε, άρχισε να τους σκοτώνει ένα ένα.
Τρόμος επικράτησε ανάμεσα στους ληστές που δεν μπορούσαν να αντισταθούν ούτε να τον ανακαλύψουν, καθώς τους έκανε αντάρτικο πόλεμο.
Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε κατάπληκτο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νιές, έγκυες ή γριές, ούτε μικρά παιδιά δεν λυπήθηκε, ούτε ανήμπορους γέρους.
Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη τη σπηλιά, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.
Το ξεκλήρισμα ήταν ολοκληρωτικό και ο θάνατος τόσος, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για ένα δράκο που τους φύλαγε, εννοώντας ίσως τον φοβερό εκδικητή.
Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα, ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν πολλές τρεμιθιές και δρύες, ενώ πολλοί κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους τάφους και ανεκτίμητα κτερίσματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφού πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών…
ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΑΗ ΝΙΚΟΛΑ
Ξεκίνησα ως συγγραφέας στα 55 μου χρόνια, και καθώς μου άρεσε να γράφω για παράξενα πράγματα και θαύματα αλλά καθώς πολλά θρησκευόμενος, σε μια συνάντηση μου με τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου τον ρώτησα αν είναι αμαρτία να πλάθω και να γράφω φανταστικές ιστορίες, και η Μακαριότητα του μου απάντησε πως αν ότι γράφω δεν προσβάλει τον Θεό είναι εντάξει, και σκέφτηκα εγώ, πόσον μάλλον να τον εξυμνώ.
Το αρχαίο ξωκκλήσι του Αη
Νικόλα στη Χλώρακα στέκει στην άκρη ενός γκρεμού, και πριν χρόνια οι κάτοικοι αποφάσισαν
να κτίσουν τοίχο για να μην κινδυνεύουν τα μικρά παιδιά να πέσουν να χτυπήσουν.
Κουβάλησαν πέτρες και πρόσλαβαν μαστόρους και αρχίνησαν να κτίζουν.
Την πρώτη μέρα έβαλαν
σημάδια και έκτισαν τις πρώτες σειρές με πέτρες πελεκητές όμορφα κτισμένες,
ομοιόμορφες με το μικρό εκκλησάκι που και αυτό ήταν πετρόκτιστο από αρχαίες
πέτρες. Η νύχτα όταν έφτασε σχόλασαν οι εργάτες, πήγαν σπίτι τους να
ξεκουραστούν ως την άλλη μέρα το πρωί.
Την άλλη μέρα το πρωί όμως
όταν πήγαν να δουλέψουν, βρήκαν τον τοίχο χαλασμένο και τις πέτρες σωριασμένες
στο χώμα. Σκέφτηκαν πως σίγουρα κάποιος ιερόσυλος τον χάλασε, το συζήτησαν, κάκισαν
την πράξη, αλλά δεν μπόρεσαν να σκεφτούν κάποιον που θα προέβαινε σε τέτοια
αμαρτία.
Ο μάστρε Στάθιος ο
πρωτομάστορας αποφάνθηκε πως η ζημιά ήταν λίγη, και διέταξε να πιάσουν δουλειά
από αρχής.
Και αρχίνησαν ξανά. Έκτισαν
τον μισό τοίχο και σχόλασαν για να επιστρέψουν την επομένη να τον τελειώσουν.
Το άλλο πρωί όμως
έκπληκτοι τον βρήκαν ξανά χαλασμένο. Διάφορες σκέψεις άρχισαν να τους τριβελίζουν
το συλλογισμό.
-Μήπως πάλι ο νυχτοβάτης
ξαναχτύπησε,
είπαν κάποιοι.
-Μήπως τα τσιμέντα που
έφτιαχναν τη λάσπη ήταν χαλασμένα,
αναφώνησε ένας εργάτης.
-‘Η μήπως ήταν θέλημα
του Αγίου,
αποφάνθηκε ένα
γεροντάκι.
Τα νέα διαδόθηκαν σε όλο
το χωριό και οι άνθρωποι συζητούσαν και έκαναν εικασίες.
Οι γριούλες καθώς θεοφοβούμενες,
αποφάνθηκαν πως ήταν θέλημα του Αγίου και πως έπρεπε να σταματήσουν το κτίσιμο.
Πήγαν στον Παπακώστα και του φανέρωσαν τις σκέψεις τους και του ζήτησαν να
διατάξει να σταματήσει το κτίσιμο.
Ο Παπακώστας τους είπε
ότι συμφωνεί, αλλά για να είναι σίγουρος, θα συνέχιζε ακόμα μια φορά, και αν ο τοίχος
ξαναχαλούσε, τότε θα ήταν φανερή και αδιαφιλονίκητη η επιθυμία του Αη Νικόλα.
Έτσι την επόμενη μέρα οι
κτίστες αρχίνησαν να ξανακτίζουν τον τοίχο. Οι εργάτες με δέος στη καρδιά δούλευαν
και εκστασιασμένοι δόξαζαν τον Άγιο καθώς η πίστη για θαύμα φώλιαζε σιγά σιγά στις
καρδιές τους.
Ο μάστρε Στάθιος πονηρός
όμως, αφού έλεγξε ότι ήταν γερά κτισμένες οι πέτρες, σκέφτηκε να παραφυλάξει τη
νύχτα για να διαπιστώσει την αλήθεια. Όταν βράδιασε στήθηκε απόμερα και παρακολουθούσε.
Πέρασαν οι ώρες, δεν συνέβηκε τίποτα, ήρθε το χάραμα. Κουρασμένος και ξαγρυπνισμένος,
πήγε στο καφενείο να πιει καφέ, και από εκεί με τους εργάτες αλλά και κάμποσους
χωριανούς που τους έτρωγε η αγωνία και η περιέργεια, κίνησαν για τον Άγιο Νικόλα
να τελειώσουν τον τοίχο.
Όμως τι έκπληξη, βρήκαν τις
πέτρες πάλιν χαλασμένες ριγμένες στο έδαφος. Έμειναν όλοι άφωνοι, πίστεψαν
σίγουρα πως ήταν το θέλημα του Αγίου.
Ο Παπάκωστας σίγουρος
πλέον, κάλεσε την εκκλησιαστική επιτροπή για να συζητήσουν το μέγα γεγονός.
-Είναι φανερό πως ο Άη
Νικόλας που είναι και κύριος των θαλασσών, δεν επιθυμούσε τον τοίχο γιατί θα του
έσκιαζε τη θέα του πελάγου που απλωνόταν απρόσκοπτα κάτω από το εκκλησάκι,
τους είπε,
-γι αυτό αντί τοίχο θα
έπρεπε να τοποθετήσουν κάγκελα ώστε να σεβαστούν την επιθυμία του Αγίου, και
ταυτόχρονα να μην κινδυνεύουν τα μικρά παιδιά που μαζεύονταν στην αυλή για να
παίξουν.
Φώναξαν λοιπόν τον κωμοδρόμο του χωριού και κατασκεύασε κάγκελα σιδερένια. Έτσι έμεινε ευχαριστημένος ο Άη Νικόλας, έμειναν ευχαριστημένοι οι γονιοί για τα παιδιά τους, έμειναν ευχαριστημένοι και όλοι οι κάτοικοι του χωριού που εκπλήρωσαν την επιθυμία του Άη Νικόλα.
Παλιά ο Άη Νικόλας ήταν
για τις ψυχές πρώτα να τις παίρνει, αλλά συμπονούσε τους νέους και έπαιρνε τους
γερόντους. Για αυτό ο Θεός τον έβγαλε από τη θέση του και έβαλε τον Μιχαήλ
Αρχάγγελο που ήτανε πιο σκληρός.
Ο Άη Νικόλας ήταν ίλαρος
και πονόψυχος, και στεναχωριόταν όταν έπαιρνε τις ψυχές των νέων.
Μια φορά τον έστειλε ως
προπομπό στη Χλώρακα να πάρει τη ψυχή μιας νέας κοπελιάς. Ήταν η μικρή αδερφή
του Παπάκωστα η Στασού, η ομορφότερη του χωριού, κόρη υπάκουη με καλές
καταβολές, φρόνιμη και προκομένη. Οι γονείς της και τα αδέρφια της σαν
στερνοπαίδι την αγαπούσαν πολύ και ήσαν υπερήφανοι καθώς είχε όλες τις χάρες του
κόσμου. Είχε καλοσύνη, σεβασμό, ομορφιά, εξυπνάδα και καλή ανατροφή.
Έτσι εκείνο το πρωί που
την βρήκαν στο κρεββάτι πεθαμένη όπως να κοιμόταν, ο πόνος τους ήταν αβάσταχτος
και ασύλληπτος. Ο θρήνος τους σπάραζε τις καρδιές όλων των χωριανών, και κανείς
δεν ήθελε να πιστέψει πως ο Άη Νικόλας που πριν λίγες μέρες έκανε το θαύμα του
στο χωριό, τώρα πήρε την ψυχή της νιας κοπέλας που όλοι αγαπούσαν και εκτιμούσαν.
Πως ήταν δυνατόν να γίνει τέτοιο άδικο; Τόσοι γέροι στο χωριό, γιατί δεν πήρε έναν
από αυτούς; Γιατί πήρε τη νέα κοπέλα μόλις είκοσι χρονών; Κάποιοι τα έβαλαν με
το Θεό, και κάποιοι με τον Άη Νικόλα.
Ο Παπάκωστας όμως πολύ
πιστός στο Θεό, συντετριμμένος πήρε τη στράτα για το μικρό παρεκκλήσι και
γονάτισε μπροστά στο εικόνισμα του Αγίου για πολλή ώρα να προσεύχεται και να τον
θερμοπαρακαλεί να ξανακάμει ακόμα ένα θαύμα. Ύστερα με μια κρυφή ελπίδα ότι οι
προσευχές του εισακούστηκαν, πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Όταν σιμά στο πατρικό
του σπίτι έφτασε, άκουσε χαρούμενες φωνές να φτάνουν στα αφτιά του. Αλαφιασμένος
από αγωνία και με μια ελπίδα ότι ίσως να γίνηκε το θαύμα, έτρεξε με όση δύναμη
είχε.
Φτάνοντας βρήκε την μικρή
του αδερφή να κάθεται ολοζώντανη στο κρεββάτι της, όπως να είχε μόλις ξυπνήσει,
ενώ όλοι γύρω φώναζαν χαρούμενοι και έκαναν το σταυρό τους.
Σκέφτηκε πως ο Άη Νικόλας έκαμε ακόμα ένα θαύμα για να αποδείξει την Αγιότητα του σε όσους δεν πίστευαν, αλλά και σε όσους πίστευαν.
Υ.Γ.
‘Όταν ο Θεός τον ρώτησε
γιατί παράκουσε, ο Άη Νικόλας βρήκε δικαιολογία πως νόμισε ότι διαταγή είχε να
πάρει την ψυχή μιας άλλης Στασούς από άλλο χωριό, και ότι έκανε ένα λάθος το
οποίον ύστερα διόρθωσε
Από εκείνο τον καιρό ο Θεός
έβγαλε τον Άη Νικόλα που ήταν να παίρνει τις ψυχές, και έβαλε τον Μιχαήλ
Αρχάγγελο που ήτανε πιο σκληρός.