Συγγραφέας:
Κυριάκος Ταπακούδης
Mια μέρα στην παλιά Πάφο την εποχή που είχε πειρατές, βγήκαν Σαρακηνοί απο
τη θάλασσα για να λεηλατήσουν σιμά τις παραλίες. Στην παραλια της Χλώρακας, ένα
μικρό βοσκόπουλο, δεν ήθελε να του πάρουν το κοπάδι και με την μαγκούρα του τα
έβαλε με τους αρματωμένους πολεμιστάδες. Πολέμησε γενναία, αλλά στο τέλος
πιάστηκε και τον πήραν στο καΐκι να τον δικάσει ο βασιλιάς. Όμως συγκινημένος ο
βασιλιάς από τη γενναιότητα του νεαρού, υποσχέθηκε να τον αφήσει ελεύθερο αν
κατάφερνε να απαντήσει σε ένα δύσκολο ερώτημα "τι ακριβώς θέλουν οι
γυναίκες;" Τον πήραν μαζί τους, και τον έκλεισαν πίσω απο τα τείχη σ ένα
κάστρο στο Αλγέρι. Τούδωσαν καιρό να σκεφτεί και να απαντήσει, ήταν όμως το
ερώτημα πολύ δυσκολο.
Από τη μέρα εκείνη άρχισε να ρωτά τον
κοσμο, κανείς όμως δεν ήξερε, παρά αυτό που του συνέστησαν οι περισσότεροι ήταν
να παει σε μια γριά μάγισσα που σίγουρα θα ήξερε. Πήγε στη γριά αλλά για να του
απαντήσει ζήτησε ακριβό αντάλλαγμα, του ζήτησε να την παντρευτεί. Η γριά είχε
καμπούρα και μια γαμψή μύτη, ήταν απαίσια, δεν είχε δόντια, και βρωμούσε
ολόκληρη. Δεν είχε συναντήσει ποτέ του τόση ασχήμια, γι αυτό αρνήθηκε να
πληρώσει.
Ο χρόνος περνούσε μέχρι που έφτασε η
τελευταία μέρα και δεν είχε άλλη επιλογή, έτσι παρά τον θάνατο προτίμησε να
δεχτεί να πληρώσει την γριά μάγισσα.
Έτσι ανακοινώθηκε ο γάμος τους και η
γριά απάντησε επιτέλους στο ερώτημα "αυτό που θέλει στην πραγματικότητα
μια γυναίκα είναι να είναι αφέντης της ζωής της".
Ο βασιλιάς συμφώνησε ότι ήταν σωστή η
απάντηση αφου την είπε η μάγισσα που τα ήξερε όλα, έτσι χάρισε τη ζωή στο
γενναίο βοσκόπουλο, και τον ελευθέρωσε.
Την πρώτη νύχτα του γάμου το βοσκόπουλο
ετοιμαζόταν να περάσει τη χειρότερη νύχτα της ζωής του, γενναίος όμως καθώς
ήταν το πήρε απόφαση και εισήλθε στο συζυγικό δωμάτιο. Τότε με έκπληξη βλέπει μπροστά
στα μάτια του, να κάθεται πανω στο κρεβάτι και να χτενίζεται την ομορφότερη
γυναίκα που είχε δει ποτέ του. Έμεινε έκθαμβο και άλαλο. Όταν ξαναβρήκε τη
μιλιά του, ρώτησε την όμορφη κοπέλα τι είχε συμβεί. Τότε αυτή του απάντησε πως
επειδή δέχτηκε να την παντρευτεί τόσο κακάσχημη που ήταν, ως δώρο αποφάσισε να
του δείξει και την άλλη της μορφή, την όμορφη, κι ότι τη μέρα θα είχε τη μία
και τη νύχτα την άλλη. Τον ρώτησε, λοιπόν, ποια από τις δύο μορφές επιθυμούσε
να έχει τη μέρα και ποια τη νύχτα. Το βοσκόπουλο μπήκε σε σκέψεις. Τι να 'ταν
καλύτερο; Να 'χει στο πλευρό του μια πανέμορφη γυναίκα τη μέρα και να τον
βλέπει ο κόσμος και να τον ζηλεύει, ή νάχει την ομορφιά της τη νύχτα και
να τη χαίρεται; Μη ξέροντας τι να κάμει, απάντησε με ευγένεια ότι θα άφηνε αυτή
να επιλέξει. Μόλις το άκουσε αυτό, η μάγισσα του χαμογέλασε και του είπε ότι θα
ήταν όμορφη όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα επειδή τη σεβάστηκε και την άφησε να
είναι αφέντης του εαυτού της. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.