Συγγραφέας: Κυριάκος Ταπακούδης
Hτανε μια φορά στα παλιά χρόνια ένα παλικάρι, ένας καλόκαρδος Μυλωνάς που ζούσε στο Μύλο της Βρέξης. Από την πολλή καλοσύνη που είχε όχι μονο δεν έπαιρνε λεφτά από τους φτωχούς, αλλά πολλές φορές τους έδινε αλεύρι από αυτό που έπαιρνε αντί πλερωμής. Με αυτό τον τρόπο δεν περίσσευαν χρήματα, ίσα που περνούσε, αλλά ήταν ευχαριστημένος, δεν βαρυγκωμούσε. Όλοι οι κάτοικοι τον αγαπούσαν για την καλοσύνη του, και οι γριές γυναίκες του εύχονταν για τύχη να καλοπαντρευτεί μια βασιλοπούλα.
Μια παλιοχρονιά ο ποταμός της Βρέξης που έφερνε το νερό και γύριζε το Μύλο σταμάτησε να τρέχει, στέρεψε το νερό του. Όλοι οι χωριανοί μαράζωσαν, πως θα άλεθαν το σιτάρι, ήταν και ο καλός ο μυλωνάς κρίμα, μαράζωναν και γι αυτόν. Το παλικάρι τους είπε να μην στενοχωριούνται, θα έπαιρνε τα άρματα του και θα ανέβαινε τον ποταμό ώσπου νάβρει που σκάλωσε το νερό και σταμάτησε να τρέχει.
Ξεκίνησε λοιπόν, προχώρησε πέρασε δύσβατες περιοχές βουνά και δάση, ώσπου μία μέρα έφτασε σε ένα ρυάκι κι έσκυψε να πιει νερό. Τότε μέσα στο νερό είδε τη δράκαινα. Έκανε να την πιάσει, αλλά αυτή χάθηκε. Σήκωσε το κεφάλι του και την είδε να περπατά. Την ακολούθησε, αυτή πήγε παραπέρα και κάθισε μέσα στον ποταμό, έτσι σκάλωνε το νερό και άλλαζε η ροη του, αυτός ήταν ο λόγος που χάθηκε το νερό.
Τράβηξε το σπαθί αποφασισμένος να σκοτώσει το μεγάλο θεριό. Μα αυτό έδειχνε φοβισμένο δίχως να κουνιέται από την θέση του σκεπάζοντας με τα χέρια το πρόσωπο του. Το παλικάρι το λυπήθηκε λέγοντας πως
-αφού αυτό φοβάται εμένα γιατί να το σκοτώσω;
Κοίταξε γύρω του κι έφυγε. Κάθε μέρα με το φως της μέρας αλλά ποτέ βράδυ, πήγαινε στον τόπο με το παράξενο τέρας. Είχαν γίνει πλέον φίλοι. Αφού είχαν περάσει πολλές μέρες, ένα βράδυ ο καλός Μυλωνάς που δεν είχε ύπνο, τράβηξε για τον τόπο με το θεριό. Και τότε τι να δει; Μπροστά του στεκόταν, μια όμορφη πριγκίπισσα. Τα έχασε ο Μυλωνάς, -Που είναι το τέρας;- ρώτησε.
-Μη φοβάσαι, εγώ ήμουν το τέρας, μα εσύ δεν με σκότωσες, μου χάρισες τη ζωή, έτσι τα μάγια λύθηκαν-.
Η πριγκίπισσα παντρεύτηκε το παλικάρι και πήγαν στο παλάτι. Ο καλός Μυλωνάς εγινε ένας καλός βασιλιάς, και κυβέρνησε τον τόπο με αγάπη, και μαζί με τη βασίλισσα έκαμαν το βασίλειο πιο μεγάλο και πιο τρανό.