ΤΑ ΦΕΤΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Τα Παλιόκαστρα είναι ενας τόπος μεταξύ της Χλώρακας και της Κάτω Πάφου. Ονομάζεται έτσι διότι τον παλαιό καιρό εκεί ήταν ένα παλάτι που ήταν περιτριγυρισμένο με τείχη και κάστρα για να προστατεύεται από τις επιδρομές των Σαρακηνών.

Μια φορά εκείνο τον καιρό ήταν ένας Ρήγας που κυβερνούσε τον τόπο. Ήταν αυστηρός και έβαζε πολλούς φόρους. Ο κόσμος πεινούσε, αλλά δεν μπορούσε να κάμει αλλιώς, έτσι από το υστέρημα του πλήρωνε για να περνά καλά η βασιλική οικογένεια.
Ο βασιλιάς με τη βασίλισσα είχαν ένα παιδί που το αγαπούσαν υπερβολικά και δεν του χαλούσαν χατίρι. Το μεγάλωναν με όλα τα καλά και όλοι ήταν ευτυχισμένοι.
Μια μέρα το μικρό βασιλόπουλο βγήκε περίπατο με το δάσκαλο του έξω από τα τείχη και από μακριά είδε ένα γέρο κουρελή. Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο άνθρωπο, και όλο περιέργεια έμεινε να τον κοιτάζει. Ο γέροντας βλέποντας την απορία του μικρού πάει κοντά του και του λέει:
-Είδαν τα μάτια μου πολλά, έζησα 1000 χρόνια. Τώρα είμαι ένας γέρος, αλλά όλα τα ξέρω. Μα απ όλα, όσα κι αν ξέρω, πιο θαυμαστό σαν τη γιορτή των Χριστουγέννων δεν ματαείδα.
Και άρχισε να του λέει ένα παραμύθι… Το βασιλόπουλο άκουγε συνεπαρμένο, ο γέρος τα έλεγε τόσο όμορφα που κρεμιόταν από τα χείλη του και δεν ήθελε να φύγει.
Όμως το σούρουπο ηρθε, και με το ζόρι ο δάσκαλος του τον έπεισε να γυρίσουν πίσω αφού πρώτα έκαμαν συμφωνία με το γέρο να συναντηθούν την επόμενη μέρα.
Την άλλη μέρα το βασιλόπουλο ξύπνησε πρωί και το πρώτο πράμα που ζήτησε από το δάσκαλο του ήταν να πάνε εκεί που είχανε βρει το γέρο παραμυθά.
Το παραμύθι συνεχίστηκε και το παιδί δεν ήθελε να φύγει. Όμως κάποια στιγμή νύχτωσε, και αντί για χαιρετισμό το βασιλόπουλο ζήτησε να ξανασυναντηθούν την επομένη.
Αυτό συνεχίστηκε για πολλές μέρες, ώσπου κάποτε ο βασιλιάς το έμαθε και έστειλε τους στρατιώτες του και έφεραν ενώπιον του τον γέρο κουρελή.
- Ποιος είσαι και τι λέγεις στο μικρό παιδί ώστε αυτό έχει επηρεαστεί τόσο πολύ;
-Τα παραμύθια είναι τοσο γλυκά που μαγεύουν όλο τον κόσμο. Είχα την εντύπωση πως ηταν στη γνώση σου οτι γίνεται. Τώρα που έμαθα ότι δεν το ξέρεις, ζητώ συγνώμη, δεν θα συνεχίσω, είπε ο γερος.
Το Βασιλόπουλο μαράζωσε, δεν έτρωγε και ήταν κατσουφιασμένο και στεναχωρημένο. Ο βασιλιάς βλέποντας το παιδί του πικραμένο και απαρηγόρητο ξαναφώναξε το γέρο παραμυθά και του λέει:
- Αφού το παιδί μου μαγεύτηκε τόσο με το παραμύθι σου, πες μου το και μένα να βγάλω συμπέρασμα.
Και ο γέρος άρχισε από την αρχή. Είπε την ιστορία του Θεου, πως έφτιαξε τον κόσμο και τους ανθρώπους, αλλά κυρίως είπε για την αγάπη που είχε γι αυτούς.
Ο βασιλιάς με το βασιλόπουλο άκουγαν με προσοχή. Μετά ήρθε και η βασίλισσα. Τους άρεσε τόσο πολύ που ξέχασαν τις δουλειές τους. Έμαθαν πόσο ευσπλαχνικός είναι ο πλαστουργός Θεός που για χατίρι των αμαρτωλών ανθρώπων έστειλε τον μονογενή  υιό του να τους σώσει. Άκουσαν και έμαθαν, άλλαξαν και μέσα τους ένιωσαν την πραγματική αγάπη που τους έκανε πιο ευτυχισμένους. Επηρεάστηκαν από τα μηνύματα των Χριστουγέννων, έγιναν καλύτεροι άνθρωποι και αποφάσισαν να μειώσουν τους φόρους στο λαό τους και να βοηθήσουν όλους τους φτωχούς ανθρώπους
Κράτησαν το γέρο στο παλάτι, του έδωσαν σπίτι δικό του, χρήματα για να έχει όσο φαγητό ήθελε και υπηρέτες να τον υπηρετούν. Αποφάσισαν να τον έχουν κοντά τους ώσπου να τελειώσει το παραμύθι.
Το παραμύθι όμως δεν τελείωνε ποτέ. Κράτησε μέχρι τα φετινά Χριστούγεννα, και ακόμα συνεχίζει και θα συνεχίζεται στα κατοπινά, για πολλά ακόμα χρόνια.