11/9/2018
Τα χωράφια στον Πηλό σμίγουν με τη θάλασσα, και όταν είναι βαρυχειμωνιά
λάσπες και πηλοί παρασέρνονται στη θάλασσα από τη βροχή, ενώ όταν η θάλασσα
είναι τρικυμειώδης, τα κύματα βγαίνουν στη στεριά και τραβούν τα χώματα της
γης, μέσα στα θάλασσα.
Τα χώματα είναι μαλακά και εύκολα σκάβονται, γι αυτό το λόγο η περιοχή
κάποιες φορές χρησίμευε από τους πειρατές μέσα να κρύβουν μπαούλα θησαυρών που
κούρσευαν και πλιατσικολογούσαν.
Οι γεροντότεροι έλεγαν ιστορίες πώς ήταν καταραμένος τόπος, ένας τόπος που
φιλοξενούσε ληστές και δολοφόνους, και πώς
τις ανέστερες νύχτες ένα φανάρι θυέλλης έβγαιναν με τις βάρκες τους και
άναβαν φωτιές για να μετρήσουν τη λεία τους.
Αυτό συνέβαινε έως την εποχή τους Εγγλέζους οι οποίοι αποικίζοντας την
Κύπρο, πολέμησαν και εξολόθρευσαν τους πειρατές. Όμως οι γονιοί συνέχιζαν να
λένε ιστορίες στα άτακτα παιδιά, εκφοβίζοντας τα ώστε να είναι φρόνημα και
υπάκουα.
Τη γη ολόκληρη ακολούθως την έσκαψαν οι άνθρωποι, προσδοκώντας να ανακαλύψουν
χρυσαφικά και πλούτη. Χωρίς να γνωρίζει κανείς με σιγουριά αν κάποιος βρήκε
οτιδήποτε, πολλοί λέγουν πώς ένας χωρικός που για καιρό έσκαβε την περιοχή,
βρήκε ένα μπαούλο γεμάτο χρυσάφι το οποίο χρησιμοποίησε και έγινε τοκογλύφος. Ο
τοκογλύφος είναι επάγγελμα αρχαίο που θα υπάρχει πάντα, πολύ προσοδοφόρο και
επικερδές. Ένα επάγγελμα που το κάνουν μόνο σκληροί και απάνθρωποι, που δεν
λυπούνται κανένα κακομοίρη φτωχό, που με στυγνότητα παίρνουν πίσω τα δανικά που
έδωσαν με υψηλά επιτόκια, ή αντί γι αυτά, τις υποθηκευμένες περιουσίες για φακές επί πίνακι. Ο κόσμος δεν
τουςσυμπαθεί, και με χαρά θα του απέφευγε, αλλά δυστυχώς πολλοί όταν έχουν
ανάγκη προσφεύγουν σ αυτούς μη έχοντας άλλη επιλογή. Οι τοκογλύφοι δεν
αναζητούν τα θύματα τους, καθώς πάντα όλοι οι δυστυχείς που φτάνουν σε
οικονομικά αδιέξοδα, πηγαίνουν μόνοι τους να τους παρακαλέσουν.
Όσοι προσωπικώς γνωρίζουν έναν τοκογλύφο, τον σιχαίνονται, αλλά και τον
φοβούνται. Το άκουσμα του ονόματος από μόνο του προκαλεί φόβο, ενώ η συνεργασία
μαζί του, πάντα καταλήγει σε συμφορά.
Ο τοκογλύφος της Χλώρακας λοιπόν απόκτησε πολλά πλούτη, τα οποία κέρδισε εκμεταλλευόμενος
τη δυστυχία των πτωχών, γι αυτό και όπως πολλοί άνθρωποι πιστεύουν, ο Θεός τον
τιμώρησε και δεν τον άφησε να τα χαρεί. Τι κι αν απόκτησε το μισό χωριό, τι κι
αν γέμισε και ξεχείλισε το παλιό χρηματοκιβώτιο του, τι κι αν είχε άλλα τόσα να
παίρνει από τους δανειολήπτες τους οποίους ξέσφιγγε σαν λεμονόκουπα και ύστερα τους
άφηνε στη μαύρη τους φτώχεια. Όλοι τον μισούσαν και τον εχρεύονταν, και τα παιδιά
του ντρέπονταν καθώς έβλεπαν πόση δυστυχία σκορπούσε γύρω του σε ανθρώπους γείτονες
τους, φίλους τους και συγγενείς τους.
Ο τοκογλύφος δεν ξεχώριζε ούτε συγγενείς ούτε φίλους. Ήταν πολύ άπληστος,
γι αυτό επέκτεινε τις δανειοληπτικές του εργασίες στο γειτονικό Τουρκοκυπριακό
χωριό.
Εκείνο τον καιρό μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων υπήρχε διαμάχη και αναταραχή,
αλλά παρ όλα αυτά ο τοκογλύφος υπό την επήρεια τα απληστίας είχε μαζί τους
δοσοληψίες. Αυτή την απληστία του όμως την πλήρωσε με τη ζωή του, καθώς ένας
νεαρός Τούρκος που του χρωστούσε αντί να τον εξοφλήσει, αποφάσισε να τον
σκοτώσει. Έτσι μια αυγή του έστησε καρτέρι και τον σκότωσε με ένα πυροβολισμό
στο κεφάλι. Κανείς δεν λυπήθηκε, κανείς δεν έκλαψε, ακόμα και η αστυνομία δεν διερεύνησε
εξονυχιστικά το φονικό.
Η ιστορία της εκμετάλλευσης των ανθρώπων διήρκησε πολλά χρόνια. Όταν κάποιος
επιτήδειος κατάφερνε να τον ξεγελάσει, όλοι χαίρονταν και έλεγαν καλά να πάθει.
Υπήρξαν λίγα περιστατικά, και το κάθε ένα ο απλός πληθυσμός το σχολίαζε για
καιρό στα καφενεία, θέλοντας τοιουτοτρόπως να δείξουν την ευχαρίστηση τους.
Μια φορά ένας νεαρό παιδί μισταρκός σε ένα βοσκό, ερωτευμένος με μια κοπέλα
φτωχή που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, θέλησε να την παντρευτεί.
Φτωχός αυτός, φτωχή και αυτή, τα πράγματα ήταν δύσκολα. Πέρα στους κάμπους
που έβοσκε τα πρόβατα, ο νους του γύριζε τι να κάμει. Σκεφτηκε λοιπόν, πως με
δόλιο τρόπο ίσως να ξεγελούσε τον τοκογλύφο.
Για την εργασία του αμοιβόταν ελάχιστα, χρήματα όμως που τα φύλαγε καλά,
γιατί από πολύ μικρό παιδί αγαπούσε την κοπελίτσα και ήθελε να αγοράσει μια
μικρούλα κάμαρη να ζήσουν μαζί. Φυλάφοντας όλα όσα πληρον΄ταν κατά τη διάρκεια
πολλών χρόνων εργασίας, κατάφερε να εξοικονομήσει έξι λίρες τις οποίες είχε σαν
ανεκτίμητο θησαυρό.
Ήξερε όμως πώς με έξι λίρες μόνο και με την εργασία του ως παραπαίδι,
κανείς δεν θα του πουλούσε έστω ένα μικρό σπιτάκι. Για αυτό, απελπισμένος από
έρωτα, κατέστρωσε ένα απλοϊκό σχέδιο και το εφάρμοσε.
Ο τοκογλύφος καθόταν πάντα πίσω από το πάγκο του καφενείου - μπακάλικου που
το λειτουργούσε ώστε εκεί να τον βρίσκουν οι πελάτες του. Στέκοντας πίσω από το
πάγκο φάνταζε ψηλότερος από τους θαμώνες που κάθονταν στα χαμηλά τραπέζια, έτσι
με αυτό τον τρόπο ήθελε να τους επιβάλλεται αφ υψηλού. Πάει ο νεαρός βοσκός,
και όπως καλά οργάνωσε στο νου του το σχέδιο, στάθηκε στον πάγκο και παράγγειλε
καφέ. Στάθηκε για αρκετή ώρα ώσπου ο τοκογλύφος νευρίασε και αποπήρε το νεαρό παιδί,
-γιατί δεν κάθεσαι σε ένα τραπέζι.
Και τάχατες το παιδί νευριασμένο του απαντά,
-Γιατί μιλάς με αυτό τον τρόπο επειδή είσαι πλούσιος, νομίζεις πώς εμείς
δεν έχουμε λεφτά;
- όχι δεν έχεις,
-πας στοίχημα;
-πάω,
-αν έχω έξι λίρες, μου πουλάς το μικρό σπιτάκι στο πάνω χωριό για είκοσι
λίρες;
Ήταν το έναυσμα που προκάλεσε τον τοκογλύφο καθώς ήξερε πώς το μικρό παιδίν
μια λίρα δεν μπορούσε να έχει πόσο μάλλον έξι.
Και πήγαν το στοίχημα, και έκαμαν ττόκκα.
Ακολούθως το μικρόν παιδί βγάζει από τη τσέπη τις έξι λίρες και του τις
προσφέρει. Ο κακός τοκογλύφος καταλαβαίνοντας πώς την πάτησε και έχασε,
εντούτοις αρνήθηκε το στοίχημα γιατί το μικρό σπιτάκι άξιζε περισσότερο από εκατό
λίρες.
Όμως ο μικρός βοσκός τον πήρε δικαστήριο με μάρτυρες τους θαμώνες του
καφενείου για τη συμφωνία τους, και ο δικαστής ανάγκασε τον τοκογλύφο να
πωλήσει το σπίτι για είκοσι λίρες μόνο. Το παιδί απόκτησε σπίτι και παντρεύτηκε
την καλή του, ενώ το πάθημα του τοκογλύφου κατάντησε ανέκδοτο και όλοι οι
κάτοικοι τον περιγελούσαν, μια ιστορία που μέχρι σήμερα ύστερα από εκατό χρόνια
οι άνθρωποι τη λένε και να γελούν.